ΆΛΚΗ ΖΕΗ. 50 ΧΡΟΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Η απόλυτα μυθιστορηματική ζωή της περνάει από τις σελίδες των βιβλίων της με τα οποία μεγάλωσαν γενιές Ελλήνων και ξένων αναγνωστών. Η Άλκη Ζέη έζησε «έναν πόλεμο, δύο εμφυλίους, δύο δικτατορίες και δύο προσφυγιές». Με εμπειρίες απ’ όλα αυτά, ένα δυνατό «οπλοστάσιο» συναισθημάτων και ταλέντο, η συγγραφέας εξέδωσε βιβλία που έγιναν σταθμοί στην παιδική λογοτεχνία και άλλαξαν για πάντα το νεανικό μυθιστόρημα καθώς μπόλιασαν τον ανήλικο αναγνώστη με το ιστορικό, το πολιτικό και το κοινωνικό στοιχείο.
Σήμερα, με νεανικό σθένος, εξακολουθεί να γράφει, να ταξιδεύει και να συναντιέται με παιδιά και συλλόγους γονέων από σχολεία όλης της χώρας. Χαμογελαστή, ιδιαίτερα προσιτή, με πάθος στα μάτια και με την απλότητα της βαθιά καλλιεργημένης γυναίκας, μας δέχτηκε στο σπίτι της για μια κουβέντα με επίκεντρο τα παιδιά. Το 2013 συμπληρώνει μισόν αιώνα στα ελληνικά γράμματα, γενέθλια που εορτάζονται με το Καπλάνι της Βιτρίνας, που εκδόθηκε το 1963 και αποτελεί σταθμό στην παιδική λογοτεχνία. Με μυθιστορηματική πλοκή και αυτοβιογραφικά στοιχεία, το βιβλίο είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα που μιλάει για τη δικτατορία του Μεταξά. Ακολούθησε το 1971 Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου, που μιλάει για τη γερμανική κατοχή και την απελευθέρωση. Το βιβλίο μεταφέρθηκε πέρυσι σε μια πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση στην Παιδική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, η οποία μάλιστα θα συνεχιστεί και φέτος. «Άθελα μου η ζωή μου μπλέχτηκε μέσα στην ιστορία κι έγινα κι εγώ ένα κομμάτι της. Το συγγραφικό έργο μου λοιπόν ?θέλω δεν θέλω? είναι γεμάτο ιστορία», γράφει η ίδια. Γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά έζησε τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο, τόπο καταγωγής της μητέρας της. Ασχολήθηκε από μικρή με το γράψιμο ενώ δικός της είναι ο χαρακτήρας του Κλούβιου στο κουκλοθέατρο. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας. Από το 1952 μέχρι το 1964 έζησαν μαζί με τον άντρα της, τον θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Σεβαστίκογλου, σαν πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη και στη Μόσχα, όπου γεννήθηκαν και τα δύο παιδιά τους. Επέστρεψαν στην Ελλάδα το 1964 για να ξαναφύγουν το 1967 στο Παρίσι, λόγω της δικτατορίας. Όλα αυτά τα χρόνια γράφει βιβλία που αγαπιούνται από το ελληνικό και ξένο κοινό, συμπεριλαμβάνονται στα διαχρονικά ευπώλητα, έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, έχουν αποσπάσει βραβεία και διακρίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. To 2010 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του έργου της. Πρόσφατα, το Πανεπιστήμιο της Κύπρου, το Τμήμα Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών της Αγωγής την αναγόρευσε επίτιμη διδάκτορα.

Πώς βλέπετε τα πράγματα στην Ελλάδα σήμερα; Κατ’ αρχάς εκνευρίζομαι μ’ αυτούς που λένε ότι είναι σαν να έχουμε πόλεμο, γιατί δεν είναι. Συγκρίνοντας με παλιά, η διαφορά είναι ότι τώρα δεν έχεις το άγχος μήπως σε συλλάβουν. Παρ’ όλες τις δύσκολες καταστάσεις, τότε είχαμε ελπίδες ότι θα τελειώσει και θα έρθει κάτι καλύτερο. Τώρα προσπαθώ να δω ποιες είναι οι ελπίδες. Από την άλλη, όταν πηγαίνω σε σχολεία βλέπω και εκπλήσσομαι με τους δασκάλους που, περικοπές ξεπερικοπές, βρίσκουν το κουράγιο και κάνουν ένα σωρό πράγματα με τα παιδιά. Πήγα σ’ ένα δημόσιο στην Κω. Ο διευθυντής του είχε κάνει μια καταπληκτική ορχήστρα με τα παιδιά του δημοτικού. Αυτό είναι κάτι που παρηγορεί. Βλέπεις ότι προσπαθούν να δώσουν ελπίδα.

Ταξιδεύετε σε σχολεία και μιλάτε με τα παιδιά. Πώς τα βλέπετε;
Τα παιδιά που συναντώ εγώ είναι από τάξεις με δασκάλους που τους δίνουν πολλά παραπάνω από το μάθημα κι έτσι τα βάζουν σ’ ένα άλλο κλίμα. Τα άλλα παιδιά δεν τα βλέπω, γιατί κανείς δεν με καλεί σ’ ένα σχολείο που δεν έχει καμία εξωσχολική δράση. Είτε στο Κολλέγιο Αθηνών είσαι, είτε σ’ ένα μικρό σχολείο στην επαρχία, η ποιότητα των παιδιών είναι εξαιρετική. Και η δουλειά που γίνεται εξαρτάται πολύ από τον δάσκαλο.

Τις σας λένε όταν σας συναντούν;
Εκτός από τις ερωτήσεις για τα βιβλία, με ρωτάνε για τη ζωή μου, πώς άρχισα να γράφω, πώς γίνεσαι συγγραφέας. Όταν τους λέω ότι θέλεις το λιγότερο δύο χρόνια για να γράψεις ένα βιβλίο, τους φαίνεται απίθανο. Τους εξηγώ πως δεν γίνεσαι αμέσως διάσημος και να γράφουν για εξάσκηση…

Οι γονείς οφείλουν να μιλούν στα παιδιά τους για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, και με ποιον τρόπο;
Ο καθένας πρέπει να βρίσκει έναν δικό του τρόπο. Δεν πρέπει και δεν γίνεται πια αυτό που γινόταν στα δικά μας τα χρόνια που, ό,τι συνέβαινε στην οικογένεια, δεν παίρναμε είδηση. Δεν μας έβαζαν στο παιχνίδι, δεν ξέραμε τίποτα, όλα κρυφά. Σήμερα τα παιδιά έχουν άλλη σχέση με τους γονείς και τους δασκάλους. Πρέπει να μάθουν ότι πρέπει να περιοριστούν. Ήμουν στην Κέρκυρα κι ήταν ένα αγοράκι δέκα ετών. Έλεγε «δεν μπορώ άλλο αυτήν την κατάσταση». Δασκάλα η μητέρα του, τον ρωτάει «γιατί εσύ μέχρι τώρα τι έχεις στερηθεί;» «Σου είπα να μου αγοράσεις ένα παιχνίδι και μου είπες ότι είναι ακριβό». «Από εδώ και πέρα δεν θα αγοράζουμε ακριβά παιχνίδια» του λέει η μητέρα. «Όχι, να κόψουμε τα αγγλικά» απαντάει ο μικρός (γέλια).  Σε σχέση με τα παιδιά στην Ευρώπη, στη Γαλλία ή στο Βέλγιο, που βλέπω, δίνουμε υπερβολικά πολλά στα παιδιά μας. Έξω δεν τους δίνουν τόσο εύκολα παιχνίδια, δώρα, χαρτζιλίκια, πάρε αυτό, πάρε εκείνο.

Έχετε πει πως ο λόγος που ξεκινήσετε να γράφετε τις ιστορίες της ζωής σας είναι οι ιστορίες που λέγατε στα παιδιά σας.
Μου έκανε εντύπωση όταν γύρισα από τη Ρωσία στην Ελλάδα ότι τα παιδιά φίλων μου, αριστερών που είχαν πάρει μέρος στην Αντίσταση, δεν ήξεραν τίποτα από τις ιστορίες μας.Ήταν βέβαια και μια εποχή που δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε για την Αντίσταση, αλλά για τον πόλεμο τουλάχιστον; Έπρεπε να ήξεραν κάτι. Γι’ αυτό έγραψα τον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου.

Όταν λέγατε τις ιστορίες σας στα παιδιά σας πώς αντιδρούσαν;
Τους άρεσε πολύ να μαθαίνουν τι έκανα εγώ κι η αδελφή μου όταν ήμασταν μικρές. Το Καπλάνι της βιτρίνας το έγραψα αφού το είχα διηγηθεί πριν στα παιδιά μου.

Και στα εγγόνια σας;
Και στα εγγόνια μου. Τους έλεγα τι έκανα εγώ με την αδελφή μου μικρές, τι έκανε η μαμά τους και ο θείος τους ο Πέτρος κι ακόμα πιο παλιές ιστορίες, τι έκανε η μαμά μου μικρή με τον δίδυμο αδελφό της, τον άντρα της Διδώς Σωτηρίου… Αυτό ήταν το ρεπερτόριό μας.

Τα βιβλία σας έχουν ακολουθήσει πορεία με βραβεία, διακρίσεις, πολλαπλές εκδόσεις. Αρέσουν και στα σημερινά παιδιά. Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό;
Δεν ξέρω και δεν πίστευα καθόλου όταν έγραφα Το Καπλάνι της βιτρίνας ότι θα ζήσει τόσα χρόνια. Το 2013 κλείνει πενήντα χρόνια από το 1963 που εκδόθηκε. Δεν φανταζόμουν τότε ότι θα διαβαζόταν τόσο πολύ, ότι θα μεταφραζόταν σε τόσες γλώσσες. Όταν το έγραψα δεν ήξερα ότι γράφω βιβλίο για παιδιά. Ήθελα να γράψω τις παιδικές αναμνήσεις μου, τις ιστορίες που έλεγα στα παιδιά μου. Δεν ήξερα ότι είναι παιδικό βιβλίο κι από τότε ακολούθησα αυτόν τον δρόμο. Δεν βγήκε ψεύτικο, γινόμουν κι εγώ παιδί, έμπαινα στη θέση του ήρωα όπως στον Περίπατο του Πέτρου.

Πώς αποφασίσατε να έχουν ήρωες παιδιά τα μυθιστορήματά σας;
Είχα ζήσει έντονα τα παιδικά μου χρόνια κι ήθελα να δώσω αυτήν τη διαφορά της εποχής, πώς ζούσαν τα παιδιά κάποτε. Εμείς μεγαλώναμε με πολλές απαγορεύσεις. Η μητέρα μου ήταν πολύ προοδευτικός άνθρωπος. Ο πατέρας μου όμως ήταν πολύ αυστηρών αρχών. Δεν ξέρω αν φοβόμουν πιο πολύ τους Γερμανούς ή τον πατέρα μου αν ήταν να αργήσω δέκα λεπτά. Έπρεπε την ώρα που είχαμε πει να είμαστε στο σπίτι. Ε, κι εμείς τον φορτώναμε στα ψέματα. Τρέχαμε για την Αντίσταση και του λέγαμε ότι πηγαίναμε στο Γαλλικό Ινστιτούτο. «Τα γαλλικά σας δεν τα βλέπω και πολύ προοδευμένα» μας έλεγε (γέλια).

Πώς πρέπει να είναι οι γονείς με τα παιδιά τους;
Σήμερα, έτσι κι αλλιώς, είναι πολύ διαφορετικοί. Οι γονείς πρέπει να είναι ψυχικά κοντά στα παιδιά τους και να συζητούν. Βλέπω, ιδιαίτερα στις μικρές πόλεις, πολύ δραστήριους συλλόγους γονέων και αντιλαμβάνομαι ότι τέτοιοι γονείς πρέπει να είναι κοντά στα παιδιά τους και να ενδιαφέρονται γι’ αυτά. Και θα πρέπει να πω ότι όπου υπάρχουν δραστήριοι σύλλογοι γονέων κάνουν πολλά πράγματα και βοηθούν πολύ το σχολείο.

Για την εποχή μας θα γράφατε;
Όχι, δεν με εμπνέει καθόλου.

Ωστόσο γράφετε κάτι καινούργιο;
Ναι, αλλά όπως ξέρετε δεν μιλάω ποτέ γι’ αυτά που γράφω .

Leave a Reply