ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Τα τρία πιο λαμπρά αστέρια στον ανοιξιάτικο ουρανό είναι ο Αρκτούρος ή Αρκτοφύλακας ψηλά στα νοτιοανατολικά, ο Βέγας χαμηλά στα βορειοανατολικά και η Αίγα στα βορειοδυτικά. Από αυτά το φωτεινότερο ολόκληρου του βόρειου ημισφαιρίου της ουράνιας σφαίρας είναι ο Αρκτούρος, που λάμπει στον ελληνικό ουρανό τα ανοιξιάτικα βράδια.

Καλό ή κακό άστρο ο Αρκτούρος; Εδώ οι γνώμες διίστανται. Κακή αστρολογική επίδραση του αποδίδει ο Αλεξανδρινός ποιητής Άρατος ο Σολεύς, ενώ ο Βιργίλιος υπαινίσσεται τη δυσμενή του επίδραση στις αγροτικές εργασίες στον πρώτο τόμο των Γεωργικών του. Όσο για τον Ιπποκράτη, αυτός πια τον συνδέει με το αίσιον της υγείας μας: «Πρέπει επίσης να παίρνει κανένας προφυλάξεις κατά την ανατολή των αστερισμών, ιδιαίτερα του Κυνός, μετά του Αρκτούρου και κατά τη δύση των Πλειάδων, γιατί οι αρρώστιες κρίνονται κυρίως αυτές τις μέρες».

Η αθώα νύμφη

Στο Ημερολόγιο (Fasti) του Οβίδιου, που σκοπός του είναι να παρουσιάσει τους μύθους, τα έθιμα και τις θρησκευτικές γιορτές του ρωμαϊκού έτους, ο Αρκτοφύλακας έχει θέση περίοπτη. Η εμφάνιση του φωτεινού αυτού αστέρα είναι για τον Οβίδιο η ευκαιρία να διηγηθεί τον μύθο της μεταμόρφωσης της νύμφης Καλλιστώς σε Άρκτο και την καταστέρωσή της. Στο Ημερολόγιό του αυτό, όπως άλλωστε και στις Μεταμορφώσεις του, ο μύθος γίνεται ποίηση και η περιγραφή κερδίζει σε αμεσότητα και συγκίνηση. Ιδού λοιπόν πώς περιγράφει την ιστορία μητέρας και γιου:

Περίμενε τρεις νύχτες ακόμη να περάσουν και θα δεις / ότι της Άρκτου ο φύλακας τα πόδια του θα δείξει. / Στης Άρτεμης της κυνηγού τη συντροφιά, με τις υπόλοιπες Αμαδρυάδες / ήτανε κι η Καλλιστώ, μέλος της σεπτής ακολουθίας. / Στο τόξο ακουμπώντας της θεάς τα παρακάτω λέει: / «Τόξο, που πάνω σου ακουμπώ, μάρτυρας της αιώνιας ας είσαι παρθενιάς μου». / Χαίρεται η Κυνθία και της απαντά: «Όλα όσα λες κι ορκίζεσαι αν τα τηρήσεις / η πρώτη απ’ τις συντρόφισσές μου θα ’σαι». Στον όρκο της πιστή θα είχε μείνει αν δεν την πρόδιδε η ομορφιά της. / Απ’ τους θνητούς φυλάχτηκε η νύμφη, μα την παρέσυρε ο Δίας. Την ώρα που ο ήλιος είχε διανύσει πάνω από τη μισή του την πορεία / Κι αφού κυνήγησε, στο δάσος, χίλια άγρια θηρία, πίσω επέστρεψε η θεά, / στο ιερό της άλσος, -(γεμάτο αριές που το σκιάζανε με μια πηγή, καταμεσής, βαθιά  κι ολόδροση)- / και λέει: «Εδώ, σε τούτα τα νερά,  παρθένα της Τεγέας, ας λουστούμε!»/ Ακούει, η Καλλιστώ παρθένο να τη λένε και κοκκινίζει από ντροπή. / Στο μεταξύ οι άλλες νύμφες, που είχε προσκαλέσει η θεά, κατάχαμα τους πέπλους τους αφήνουν· / χρονοτριβεί η Καλλιστώ και όλοι καταλαβαίνουνε πως κάτι έχει./ Και σαν πετάει τον πέπλο της και το κορμί της βλέπουν/ προδίδεται, από μόνη της, για τα καμώματά της./ Της λέει τότε η θεά: «Επίορκη του Λυκάονα θυγατέρα, φύγε από την παρέα μας, τα ιερά νερά μου μη μολύνεις!»/ Και σαν για δέκατη  φορά έκανε νέο κύκλο με τα κέρατά της η Σελήνη / αυτή που πίστευαν παρθένα έγινε μάνα. / Προσβεβλημένη η Ήρα και μ’ άκρατο θυμό τη δύστυχη μεταμορφώνει. / Σαν είδε την αντίζηλό της να παίρνει ενός θηρίου τη μορφή, / λέει στον Δία η Ήρα: «Πήγαινε τώρα να την αγκαλιάσεις!» / Στα άγρια βουνά περιπλανάται η άθλια άρκτος / που κάποτε ο μέγας Δίας είχε αγαπήσει./ Και το παιδί, που χάρη στην απάτη συνελήφθη του θεού, στα δεκαπέντε του έφτανε χρόνια / όταν στη μάνα του έπεσε μπροστά. / Ποτέ της δεν τον είχε δει, μα άρχισε να στενάζει:/ μητέρας θρήνος ήτανε τα βογκητά της. / Λένε πως μ’ ένα βέλος το παιδί τη στόχευε και θα την είχε διαπεράσει, / αν στις ουράνιες δεν ανέβαιναν κι οι δυο τους κατοικίες. / Ο ένας στον άλλον δίπλα, λάμπουν, οι αστερισμοί τους, Άρκτος η πρώτη / και δεύτερος ο  Αρκτοφύλακας, που μοιάζει να την ακολουθεί από πίσω.

Διαβάζοντας τα παραπάνω καταλαβαίνουμε γιατί τον Αρκτούρο στους παλιούς χάρτες του ουρανού τον αναπαριστούν σαν κυνηγό που κρατά από τα λουριά τους τα δύο σκυλιά του, τον Αστερίωνα και τη Χαρά (τα δύο πιο λαμπρά άστρα του γειτονικού αστερισμού των Θηρευτικών Κυνών), και καταδιώκει τη μητέρα του την Άρκτο.

star 1

Αχ, ο Δίας!

Αλλά ας επανέλθουμε στον άρχοντα του Ολύμπου, αιτία όλων των κακών αλλά και των καλών. Γνωστό είναι τοις πάσι πως ο θεός ήταν εξαιρετικά ερωτύλος και οι περιπέτειές του, που ήταν αναρίθμητες, είχαν λίγο έως πολύ άσχημο τέλος, γιατί η νόμιμη σύζυγός του, η Ήρα, δειχνόταν εκδικητική απέναντι στις ερωμένες του. Η δύστυχη Καλλιστώ ήταν άμοιρη ευθυνών γιατί ο Νεφεληγερέτης, προκειμένου να την αποπλανήσει, πήρε, ούτε λίγο ούτε πολύ, τη μορφή της θυγατέρας του, της Αρτέμιδος· όταν λοιπόν η νύμφη άρχισε να καταλαβαίνει τι συνέβαινε ήταν, δυστυχώς, πολύ αργά! Με τις συντρόφισσες της θεάς του κυνηγιού ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων είχε, άλλωστε, και άλλη μία περιπέτεια. Πρόκειται για εκείνη με τη Μαίρα που, όπως μυθολογείται, δεν χρειάστηκε κανενός είδους μεταμόρφωση γιατί ο έρωτας ήταν αμοιβαίος, αλλά η Άρτεμις θύμωσε με τα καμώματα της Μαίρας και τη σκότωσε. Μοναδική παρηγοριά, ο γιος που γεννήθηκε, ο περίφημος Λοκρός που τείχισε, όπως πίστευαν, τη Θήβα μαζί με τους Αμφίονα και Ζήθο, τους θρυλικούς ήρωες της Βοιωτίας. Η περιπέτεια όμως του Δία με την Καλλιστώ έχει εμπνεύσει άλλον έναν μύθο, αρκετά διαφορετικό. Σύμφωνα με αυτόν, μάνα και γιος δεν καταστερώθηκαν μαζί. Ναι μεν ο Δίας ανέβασε την Καλλιστώ στον ουρανό για να αποφευχθεί η μητροκτονία, αλλά γιος τους ήταν ο Αρκάς, γενάρχης των Αρκάδων και τρίτος μυθολογικός βασιλιάς της Αρκαδίας. Ο περιηγητής Παυσανίας στο Δ΄ κεφάλαιο των Αρκαδικών λέει: “Όταν πέθανε ο Νύκτιμος τον διαδέχτηκε στον θρόνο ο Αρκάς, ο γιος της Καλλιστώς. Αυτός ήταν που εισήγαγε στην Αρκαδία την καλλιέργεια του σίτου που είχε διδαχτεί από τον Τριπτόλεμο. Έμαθε επίσης στους υπηκόους του να φτιάχνουν ψωμί, να γνέθουν και να υφαίνουν υφάσματα για να κάνουν ενδύματα, τέχνες που γνώριζε χάρη στον Αρισταίο. Επί της βασιλείας του η χώρα ονομάστηκε Αρκαδία αντί Πελασγία και οι κάτοικοι Αρκάδες αντί Πελασγοί. Από μεταμόρφωση σε μεταμόρφωση και από ερωμένη σε ερωμένη, ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων έχει καταφέρει να εδραιώσει την επίγεια ισχύ του μέσω των ηρωικών απογόνων του!”

Ο κυνηγός και η αρκούδα

Όπως κι αν έγιναν −ή δεν έγιναν− τα πράγματα, η συγκινητική ιστορία της μητέρας και του γιου που τελειώνει στον ουρανό γοητεύει μικρούς και μεγάλους. Θα πρέπει να πούμε ότι από την εποχή του Πτολεμαίου μέχρι τις μέρες μας οι λαμπερές μορφές του κυνηγού και της μητέρας του εντυπωσίαζαν, ίσως λόγω του μυθολογικού προτέρου βίου τους, φυσικούς και αστρονόμους. Λέγεται μάλιστα πως ένας μαθητής του Thomas Hood (1556-1620) ρώτησε τον δάσκαλό του γιατί η Άρκτος έχει τόσο μεγάλη ουρά, και ο δάσκαλός του φέρεται να του απάντησε με το φλέγμα που χαρακτήριζε ανέκαθεν τα τέκνα της Αλβιόνας: «Φαντάσου ότι ο Δίας, φοβούμενος να πλησιάσει κοντά στα δόντια της, άρπαξε την ουρά της και από αυτήν την τράβηξε πάνω στον ουρανό. Κι έτσι, επειδή και η ίδια ήταν πολύ βαριά και η απόσταση από τη γη στον ουρανό πολύ μεγάλη, η ουρά της ξεχείλωσε». Se non è vero è bene trovato…

Leave a Reply