ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ

Πώς μαθαίνεις να πετάς

Όταν μεγάλωσε λίγο το σπουργιτάκι, ο μπαμπάς του τού είπε:
– Γιε μου, δεν γεννιούνται όλοι με φτερά. Εσύ όμως έχεις. Και, παρόλο που δεν είναι υποχρεωτικό να μάθεις να τα χρησιμοποιείς, νομίζω πως θα ήταν πολύ καλό να προχωράς από δω και πέρα πετώντας.
– Μα, δεν ξέρω!
– Έλα μαζί μου!
Ο μπαμπάς τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στο βουνό. Στάθηκαν μπροστά σε μια μικρή χαράδρα και τότε ο μπαμπάς τού είπε:
– Ορίστε, όποτε θελήσεις μπορείς να πετάξεις. Δεν είναι δύσκολο. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα και κάνεις βήματα στο κενό. Μετά ο άνεμος θα δώσει ορμή στα φτερά σου.
– Κι αν πέσω;
– Δεν θα πάθεις κάτι τρομερό. Μερικές γρατσουνιές μόνο, που θα σου δώσουν δύναμη στην επόμενη προσπάθεια.
Ο μικρός γύρισε στο χωριό και πήγε και βρήκε τους συμμαθητές, τους φίλους του, όλους αυτούς που παρέα βάδιζαν μέχρι τότε στη ζωή. Οι άλλοι μικροί τού είπαν:
– Είσαι τρελός; Μια χαρά δεν περπατάμε; Ποιος ο λόγος να πετάξεις;
–Αν θέλεις να πας ψηλά, ανέβα σε καμιά σκάλα! Ή σκαρφάλωσε σε κανένα από αυτά εδώ τα δέντρα!
Το σπουργιτάκι τους άκουσε όλους. Ανέβηκε στο δέντρο και όταν βρέθηκε στην κορυφή του πήδηξε. Προσπάθησε να ανοίξει τα φτερά του και να πάει ψηλά, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να πέσει στο χώμα. Με ένα σημαδάκι στο μέτωπο, έτρεξε στον μπαμπά του και του φώναξε:
– Ψέματα μου είπες! Δεν μπορώ να πετάξω! Κοίτα πώς τσακίστηκα! Δεν είμαι σαν εσένα! Για στολίδι τα έχω μόνο τα φτερά!
– Γιε μου, του είπε ο μπαμπάς, για να πετάξεις θα πρέπει να οργανώσεις τον κατάλληλο χώρο, έναν χώρο ανοικτό, γεμάτο καθαρό αέρα που θα σου επιτρέψει να ανοίξεις τα φτερά σου. Και θα πρέπει να ρισκάρεις να πηδήξεις στο άγνωστο. Αν δεν το κάνεις αυτό, τότε καλύτερα παραιτήσου και συνέχισε να περπατάς στη γη.

Πώς ανθίζεις

Ένας βασιλιάς βγήκε βόλτα στον κήπο του και διαπίστωσε πως τα δέντρα, τα φυτά, τα λουλούδια του μαράζωναν και πέθαιναν. Προσπάθησε να μάθει γιατί. Ο κισσός του είπε πως μαράζωνε γιατί δεν μπορούσε να φτάσει τόσο ψηλά όσο το κυπαρίσσι. Το κυπαρίσσι πως μαράζωνε γιατί δεν μπορούσε να βγάλει νόστιμα σταφύλια σαν την κληματαριά. Και η κληματαριά μαράζωνε γιατί δεν είχε λουλούδια σαν την τριανταφυλλιά. Η τριανταφυλλιά έκλαιγε γιατί δεν γινόταν να σκαρφαλώσει τόσο ψηλά όσο ο κισσός.
Ο βασιλιάς προχωρούσε κι όλο παράπονα άκουγε, όλο μαραζωμένα φυτά έβλεπε. Ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σε μια φραουλίτσα, δροσερή και κατακόκκινη. Ο βασιλιάς απόρησε:
–Πώς καταφέρνεις και είσαι τόσο όμορφη και ολοζώντανη σε αυτόν τον σκιερό κήπο με τα μαραζωμένα φυτά;
–Δεν ξέρω, απάντησε η φραουλίτσα, ίσως ο λόγος είναι πως πιστεύω ότι με φύτεψες επειδή ήθελες φράουλες. Αν ήθελες κληματαριές ή τριαντάφυλλα, θα τα είχες φυτέψει. Αυτό σκέφτηκα όταν ήμουν ακόμα σποράκι. Και αποφάσισα πως θέλω να γίνω φράουλα. η ωραιότερη φράουλα του κόσμου.
Έτσι γίνεται πάντα. Πρέπει να δεις τον εαυτό σου. Δεν είναι δυνατόν να γίνεις κάτι άλλο. Μπορείς να μεγαλώσεις, να γίνεις ευτυχισμένος και να ανθίσεις με τον δικό σου μόνο τρόπο. Και αγαπώντας σε.

Leave a Reply