Ο ΠΕΡΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΡΙΝΟΚΕΡΟΣ

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα έρημο νησί της Ερυθράς Θάλασσας, ζούσε ένας Πέρσης που φορούσε πάντα ένα μυτερό καπέλο για να προφυλάσσεται από τον ήλιο. Εκτός από αυτό το καπέλο, ο Πέρσης είχε πάντα μαζί του το κοφτερό μαχαίρι του και μια φουφού. Αυτή η φουφού ήταν μαγική και ο Πέρσης δεν επέτρεπε σε κανέναν να την πλησιάσει· πόσο μάλλον να την αγγίξει. Ένα πρωί, φορώντας το μυτερό καπέλο του, πήγε και πήρε αλεύρι, και νερό, και σταφίδες, και ξερά δαμάσκηνα και έφτιαξε μια μεγάλη πίτα, μια πίτα που σίγουρα θα γινόταν τέλεια με το που θα ψηνόταν στη μαγική φουφού. Την έβαλε λοιπόν στη φωτιά και άρχισε να την ψήνει. Την έψηνε, την έψηνε, ώρα πολλή. Μέχρι που η πίτα πήρε ένα χρώμα ελαφρύ καστανό και άρχισε να σκορπίζει μια γλυκιά μυρωδιά τριγύρω.
Ο Πέρσης με το μυτερό καπέλο ήταν ενθουσιασμένος. Τη στιγμή όμως που ετοιμαζόταν να κόψει τη μεγάλη λαχταριστή πίτα με το κοφτερό μαχαίρι του συνέβη κάτι απίστευτο: από το εσωτερικό του έρημου νησιού εμφανίστηκε στην ακρογιαλιά όπου καθόταν ο Πέρσης ένας τεράστιος ρινόκερος. Είχε ένα κέρατο στη μύτη του, δύο μάτια γουρουνίσια και… καθόλου καλούς τρόπους. Την εποχή εκείνη το δέρμα του ρινόκερου ήταν σαν μόλις να το είχαν σιδερώσει, ολόισιο, χωρίς ούτε μια ζαρωματιά. Όμως, παρά την άψογη εμφάνισή του αυτήν, την εποχή εκείνη ο ρινόκερος δεν είχε, επαναλαμβάνω, καλούς τρόπους. Όπως δεν έχει και σήμερα και όπως δεν θα έχει ποτέ!
Μόλις λοιπόν ο ρινόκερος είδε την πίτα πάνω στη φουφού, έβγαλε ένα δυνατό και άγριο μουγκρητό. Ο Πέρσης το άκουσε, φοβήθηκε και σκαρφάλωσε, γρήγορα γρήγορα, σε μια ψηλή φοινικιά. Ο ρινόκερος με το κέρατο που φύτρωνε στη μύτη του αναποδογύρισε τη φουφού. Η ευωδιαστή πίτα κύλησε στο χώμα. Τη βούτηξε και την έφαγε στο λεπτό. Μετά έκανε μεταβολή και εξαφανίστηκε στο κέντρο του έρημου νησιού. Τότε ο Πέρσης κατέβηκε από τη φοινικιά, φορώντας πάντα το μυτερό καπέλο του, έστησε τη φουφού ξανά στα πόδια της και είπε δυνατά:
Ο Πέρσης πίτα ψήνει
κι όποιος δεν τον αφήνει
μόνος να τη γευθεί
θα βρει καταστροφή
Τα λόγια αυτά ήταν μαγικά και είχαν πολύ μεγαλύτερη σημασία από αυτήν που νομίζετε. Γιατί ύστερα από πέντε εβδομάδες ένα μεγάλο κύμα ζέστης κάλυψε ολόκληρη την Ερυθρά Θάλασσα και όλοι χρειάστηκε να βγάλουν όλα τα ρούχα που φορούσαν. Ο Πέρσης έβγαλε το μυτερό του καπέλο, αυτό που φορούσε πάντα, μέρα-νύχτα, ακόμα και όταν κοιμόταν. Ο ρινόκερος έβγαλε το δέρμα του, το κρέμασε στην πλάτη και κατέβηκε για μια ακόμα φορά στην ακροθαλασσιά για να κάνει ένα μπανάκι και να δροσιστεί.
Εκείνη την εποχή το δέρμα του ρινόκερου κούμπωνε με τρία κουμπιά στην κοιλιά του, έμοιαζε με αδιάβροχο και μπορούσε να το βγάλει εύκολα. Το άφησε, λοιπόν, στην αμμουδιά και μπήκε μέσα στη θάλασσα. Άρχισε να κολυμπάει. Κολυμπούσε, κολυμπούσε, βουτούσε ευχαριστημένος στο νερό και έβγαζε και μπουρμπουλήθρες από τη μύτη του! Έπειτα από λίγα λεπτά πέρασε από το σημείο αυτό και ο Πέρσης. Είδε το δέρμα και χαμογέλασε πονηρά και το χαμόγελό του κύκλωσε δύο φορές το ολοστρόγγυλο πρόσωπό του. Μετά έκανε και αυτός τρεις κύκλους γύρω από το παρατημένο δέρμα. Έτριψε ευχαριστημένος τα χέρια του και έφυγε. Πήγε στο μέρος όπου έμενε, πήρε το μυτερό του καπέλο και το γέμισε με ψίχουλα από πίτα που βρίσκονταν παντού. Γιατί ο Πέρσης με το μυτερό καπέλο δεν έτρωγε ποτέ τίποτα άλλο εκτός από πίτα και ποτέ δεν σκούπιζε τα ψιχουλάκια που έπεφταν κάτω.
Μετά πήρε το καπέλο με τα ψίχουλα, έβαλε μέσα και μερικές καμένες σταφίδες, που κι αυτές ήταν πεσμένες κάτω και δεν τις σκούπιζε ποτέ, τις έβαλε κι εκείνες μέσα και ξαναγύρισε στην παραλία όπου έκανε μπάνιο και μπουρμπουλήθρες ο ρινόκερος. Ανασήκωσε το δέρμα, άνοιξε τα κουμπιά, το γύρισε από την ανάποδη και άρχισε να τρίβει το εσωτερικό του, παντού, με τα ξεραμένα ψίχουλα, τις καμένες σταφίδες και λίγη από την άμμο τριγύρω. Το δέρμα γέμισε ψίχουλα, σταφίδες και άμμο που από το δυνατό τρίψιμο κόλλησαν πάνω του. Μετά ο Πέρσης ξαναγύρισε το δέρμα από την καλή του πλευρά, αυτήν που έμοιαζε με αδιάβροχο, το ξαναέβαλε στη θέση του και, γρήγορα γρήγορα, ξανασκαρφάλωσε σε μια ψηλή φοινικιά και περίμενε να βγει ο ρινόκερος από το νερό για να το φορέσει.

Εκείνος, αφού κολύμπησε αρκετή ώρα, έκανε ένα σωρό μπουρμπουλήθρες και δροσίστηκε, βγήκε από το νερό, πήρε το δέρμα, το φόρεσε και κούμπωσε και τα τρία κουμπιά στην κοιλιά του. Τι ήταν αυτό! Αμέσως τον έπιασε φαγούρα! Παντού! Ο ρινόκερος θέλησε να ξυστεί, αλλά αυτό έκανε τα πράγματα χειρότερα. Ξαπλώθηκε λοιπόν στην αμμουδιά και άρχισε να τρίβεται και να κυλιέται, να τρίβεται και να κυλιέται, να τρίβεται και να κυλιέται με όλη του τη δύναμη. Και κάθε φορά που τριβόταν και κυλιόταν, η φαγούρα από τα ξεραμένα ψίχουλα, τις καμένες σταφίδες και την άμμο γινόταν χειρότερη, και χειρότερη, και χειρότερη. Σηκώθηκε, λοιπόν, πήγε στη φοινικιά και άρχισε ξανά να τρίβεται πάνω στον χοντρό κορμό της. Τριβόταν και τριβόταν τόσο δυνατά που το δέρμα του έκανε μια μεγάλη ζαρωματιά πάνω από κάθε ένα από τα τέσσερα πόδια του και άλλη μία, ακόμα πιο μεγάλη κάτω, στην κοιλιά, εκεί που ήταν τα κουμπιά (τα οποία τώρα δεν υπήρχαν γιατί είχαν κοπεί από το πολύ τρίψιμο). Σε λίγο κι άλλες ζαρωματιές εμφανίστηκαν στα πόδια του. Και μετά κι άλλες στην πλάτη. Ο ρινόκερος είχε λυσσάξει από το κακό του και μούγκριζε δυνατά, αλλά τα ξεραμένα ψίχουλα της πίτας δεν καταλάβαιναν από μουγκρητά και συνέχιζαν να του προκαλούν φαγούρα παντού. Έτσι ο ρινόκερος απομακρύνθηκε από τη φοινικιά και γύρισε στο κέντρο του έρημου νησιού πάρα πάρα πολύ θυμωμένος και συνεχίζοντας να έχει πολύ πολύ μεγάλη φαγούρα.
Από εκείνη τη ζεστή μέρα όλοι οι ρινόκεροι έχουν ζαρωματιές σε όλο τους το δέρμα. Και από εκείνη την ημέρα όλοι οι ρινόκεροι είναι πάντα θυμωμένοι. Κι όλα αυτά γιατί στο δέρμα κάθε ρινόκερου βρίσκονται πάντα τα ψίχουλα από την πίτα του Πέρση με το μυτερό καπέλο. Όταν ο ρινόκερος απομακρύνθηκε, ο Πέρσης κατέβηκε από το δέντρο, ξανάβαλε το μυτερό καπέλο του, επέστρεψε στο μέρος όπου ζούσε, πήρε τη μαγική φουφού και έφυγε να πάει να ψήνει πίτες αλλού. Τράβηξε προς την κατεύθυνση του Οροτάβο. Αυτό το έρημο νησί που ο ρινόκερος έφαγε την πίτα του Πέρση με το μυτερό καπέλο βρίσκεται πέρα από το ακρωτήρι Καρνταφουί. Κοντά στις ακτές της Σοκότρα, στην τριανταφυλλένια θάλασσα των Αράβων. Μα είναι πολύ ζεστό, πιο ζεστό κι από το Σουέζ, για σένα και για μένα, καρδούλα μου, για να πάμε εκεί με ένα καράβι και να βρούμε τον Πέρση με το μυτερό καπέλο, τη φουφού και την πίτα…

Leave a Reply