ΜΑΤΙΝΑ, Η ΠΟΝΤΙΚΙΝΑ

Πριν πολλά-πολλά χρόνια σε μια πόλη που την έλεγαν Ποντικούπολη ζούσε ένα ζευγάρι ποντικών με τα τρία του ποντικάκια: τα δύο ήταν κοριτσάκια και το ένα αγοράκι. Το ένα μικρό κοριτσάκι όμως γεννήθηκε χωρίς να βλέπει και το αγοράκι χωρίς να ακούει. Τα δυο ποντικάκια ήταν αχώριστα και το ένα συμπλήρωνε το άλλο. Το μικρό ποντικοαγοράκι περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια τον κόσμο και τα χρώματα που έβλεπε στο ποντικοκοριτσάκι και εκείνο με τη σειρά του, έδειχνε με μορφασμούς και κινήσεις ο, τι δεν μπορούσε να ακούσει εκείνος.

Οι γονείς τους, ένα βράδυ, τους ανακοίνωσαν ότι για λίγο καιρό θα αναγκάζονταν να ζήσουν ο ένας  χωρίς τον άλλο, γιατί σε μια πόλη μακριά από τη δική τους υπήρχε ένας σπουδαίος γιατρός που θα μπορούσε να βοηθήσει το μικρό ποντικάκι να ακούσει.

«Αδερφούλα μου, ακόμα κι βρίσκομαι μακριά, να ξέρεις πως θα είμαι δίπλα σου. Και εσύ θα βλέπεις μέσα απ’ τα δικά μου μάτια όπως πάντα», είπε το μικρό αγοράκι και πήγε να ετοιμάσει τα πράγματά του για το ταξίδι.

Την επόμενη μέρα αναχώρησαν με την πρώτη βάρκα που έφευγε από το λιμανάκι τους.

Οι μέρες κυλούσαν και τα δυο κορίτσια δεν είχαν νέα από τους γονείς και τον αδερφό τους. Η μεγάλη αδερφή συνέχιζε κανονικά τη ζωή της χωρίς να νοιάζεται ενώ η μικρή μας ποντικίνα πήγαινε κάθε πρωί στο λιμάνι μήπως και μάθει κάτι από κάποιον που ίσως τους είχε δει. Ώσπου, ύστερα από πολύ καιρό ένας ψαράς είπε ότι η βάρκα με τους δικούς της είχε χαθεί και ότι δεν είχε πια νόημα να τους περιμένει.

Το κορίτσι άρχισε να κλαίει και από τότε πήγαινε τρεις φορές τη μέρα στο λιμανάκι και μιλούσε με τη θάλασσα σαν να μιλούσε με τον αδερφό της. Κι όσο έκλαιγε τόσο η θάλασσα φουρτούνιαζε. Μόνο όταν θυμόταν τα λόγια που της είπε πριν φύγει ένιωθε να γαληνεύει μαζί με τη θάλασσα.

Η μεγάλη αδερφή καθώς περνούσε ο καιρός, της φερόταν όλο και πιο άσχημα. Δεν ήθελε να βγαίνουν μαζί στην αγορά και, μια φορά μάλιστα, της είπε ότι δε θέλει να τις βλέπουν μαζί, γιατί τη ρεζιλεύει. Κάποια μέρα, έφερε στο σπίτι δυο φίλες της και τότε άρχισαν τα βάσανα για τα τη μικρή ποντικίνα. Τα δύο αυτά κορίτσια, κακομαθημένα καθώς ήταν άρχισαν μαζί με τη μεγάλη αδερφή να κοροϊδεύουν το μικρό κοριτσάκι επειδή δεν έβλεπε. Της φώναζαν: «Είσαι μια Αόμματη Ποντικίνα!» Αργότερα, μάλιστα, της βρήκαν και παρατσούκλι. «Αομματίνα» άρχισαν να τη λένε και να γελάνε πάρα πολύ μ’ αυτό τους το εύρημα. Ακόμη, τα δύο αυτά κορίτσια, μαθημένα στα λούσα και στις υπηρέτριες πείσανε τη μεγάλη αδερφή να βάλει το μικρό τυφλό κοριτσάκι να κάνει την υπηρέτρια και σαν να μην έφτανε αυτό, την έντυσαν με κουρέλια και την ανάγκασαν να πηγαίνει κάθε μέρα να ζητιανεύει στο λιμάνι. Τα χρήματά τους τελείωναν και αυτός ήταν ο πιο βολικός τρόπος να μαζέψουν κι άλλα για να αγοράσουν καινούργια φορέματα και στολίδια.

Τη μικρή μας ποντικίνα, όμως, δεν την ένοιαζε που πήγαινε κάθε μέρα στο λιμανάκι. Ίσα-ίσα της άρεσε να βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα γιατί ένιωθε πιο κοντά με τον αδερφό της. Ένα πρωί, την ώρα που ζητιάνευε νόμιζε πως ο αφρός της θάλασσας που χτύπαγε πάνω στα βράχια φώναξε τ’ όνομά της. Πηγαίνει κοντά ν’ ακούσει καλύτερα και τότε, ξαφνικά, η θάλασσα άρχισε να τραγουδάει:

«Ματίνα, Ποντικίνα, θυμήσου όλα εκείνα Που σου’ πε ο αδερφός σου και θα ‘ν’ για το καλό σου!»

«Δε με λένε Ματίνα. Αομματίνα με λένε.»

«Ματίνα θα ‘σαι τώρα, γιατί έφτασε η ώρα Που σου’ πε ο αδερφός σου και θα ‘ν’ για το καλό σου

Απορημένη η μικρή ποντικίνα γύρισε σπίτι όπου την περίμεναν τα τρία κορίτσια για να τους δώσει τα χρήματα που μάζεψε. Ο Δήμαρχος της πόλης διοργάνωνε μεγάλη γιορτή με αγώνες και όποιος τους κέρδιζε θα είχε ο, τι επιθυμούσε. Εκείνες έχοντας βάλει στο μάτι το γιο του, ήθελαν να πάνε γρήγορα στην αγορά να ψωνίσουν ώστε να τις δει και να θαμπωθεί από την ομορφιά τους. «Εσύ, αύριο που θα είναι η γιορτή θα πας να ζητιανέψεις για να μας φέρεις περισσότερα χρήματα για να φτιάξουμε και τα προικιά μας», τόσο σίγουρες ήταν.

Έτσι κι έγινε λοιπόν, η μεγάλη ποντικίνα με τις φίλες της έφυγαν το πρωί για τη γιορτή ενώ η Αομματίνα, όπως είχε συνηθίσει να τη λένε, πήγε στο λιμανάκι. Την ώρα που ζητιάνευε, όμως, σκόνταψε κι έπεσε στη θάλασσα. Καθώς έβγαινε, κανείς δεν τη γνώρισε. Τα ρούχα της δεν ήταν πια κουρέλια. Φορούσε ένα κατάλευκο φόρεμα, τα μαλλιά της έλαμπαν και ήταν πανέμορφη.

«Ακολούθησε τη βήματά σου, σαν να ‘ναι δίπλα ο αδερφός σου

Και θα ‘ν’ για το καλό σου», τραγούδησε από μακριά η θάλασσα στην κοπέλα.

Τα βήματα την έφεραν στο σπίτι του Δημάρχου της Ποντικούπολης όπου κανείς δεν την αναγνώρισε. Είχε φτάσει ακριβώς τη στιγμή που ξεκινούσαν οι αγώνες και αποφάσισε να λάβει μέρος. Οι δοκιμασίες ήταν τρεις.

Στην πρώτη, ο νικητής θα έπρεπε, με κλειστά μάτια, να καταλάβει ποιο θα ήταν το λουλούδι που θα μύριζε: «Κρίνος», φώναξε εκείνη και κέρδισε, μιας και της ήταν πολύ εύκολο να ξεχωρίζει τις μυρωδιές των λουλουδιών από μικρό ποντικάκι.

Στη δεύτερη, ο νικητής θα έπρεπε, με κλειστά μάτια, να καταλάβει ποιος θα ήταν ο ήχος που θα άκουγε: «Περιστέρι», φώναξε εκείνη και κέρδισε πάλι, μιας και της ήταν πολύ εύκολο να ξεχωρίζει το γουργουρητό των περιστεριών από μικρό ποντικάκι.

Στην τρίτη δοκιμασία, θα έπρεπε ο νικητής, με δεμένα τα μάτια, να καταλάβει αν στο δωμάτιο υπήρχε κάποιος, κι αν όντως υπήρχε, τι φύλο είχε και τι ηλικία. «Υπάρχει», φώναξε εκείνη και έτρεξε κατευθείαν προς το μέρος του νεαρού ποντικού. «Είναι άντρας ποντικός, νέος σε ηλικία», συνέχισε, αγγίζοντας τον ελαφρά στο πρόσωπο. Όπως ήταν αναμενόμενο κέρδισε ξανά, μιας και της ήταν πολύ εύκολο να ξεχωρίζει την παρουσία άλλων ποντικών στο χώρο από μικρό ποντικάκι.

«Πώς σε λένε;» τη ρώτησε ο Δήμαρχος της Ποντικούπολης. «Ματίνα», απάντησε εκείνη.

«Λοιπόν, Ματίνα, είσαι η νικήτρια των αγώνων. Μπορείς να μου ζητήσεις ο, τι θέλεις. Χρήματα ή χρυσάφι ή και τα δυο μπορούν να γίνουν δικά σου»

«Κύριε Δήμαρχε, δε θέλω τίποτα από αυτά. Μόνο μια βάρκα θέλω να μου δώσετε και κάποιον που να ξέρει να κάνει κουπί για να με πάει να βρω τον αδερφό μου και τους γονείς μου!». Κι ας είχε περάσει καιρός, ήταν η μοναδική που ήλπιζε πως είναι ακόμα ζωντανοί.

Όλοι ξαφνιάστηκαν, το ίδιο και ο Δήμαρχος όμως δεν μπόρεσε να φέρει αντίρρηση.

Την επόμενη μέρα μια βάρκα περίμενε τη Ματίνα αλλά με έκπληξη καταλαβαίνει πως ο βαρκάρης ήταν ο νεαρός γιος του Δημάρχου. Την είχε ερωτευτεί από το πρώτο της άγγιγμα στο πρόσωπό και ήθελε να είναι μαζί της για να τη βοηθήσει.

Ανέβηκαν στη βάρκα και ξεκίνησαν το μεγάλο ταξίδι. Όταν έφτασαν στην πόλη έψαξαν και βρήκαν το γιατρό που θα βοηθούσε τον αδερφό της να ακούσει. Εκείνος τους είπε ότι ήταν όλοι τους μια χαρά, ο αδερφός της άκουγε πλέον τέλεια και ότι είχαν πάρει το δρόμο της επιστροφής.

Η Ματίνα χαμογελαστή μπαίνει μαζί με το νεαρό στη βάρκα για να επιστρέψουν στην Ποντικούπολη όπου έφτασαν μετά από αρκετές μέρες. Στο λιμανάκι τους περίμεναν οι δικοί τους και καταχαρούμενοι που επιτέλους ξανάσμιξαν όλοι μαζί αγκαλιάζονταν για πολύ ώρα. Λίγες μέρες αργότερα έγινε ο γάμος της Ματίνας και του νέου Δημάρχου. Κι η αδερφή της με τις φίλες της ήρθαν κι αυτές να πάρουν μέρος στη γιορτή. Και στο γλέντι κάθισαν σε ένα τραπεζάκι δίπλα στη θάλασσα. Τα νερά σε κάποια στιγμή φουρτούνιασαν και τότε ένα τεράστιο κύμα κάλυψε τις τρεις κοπέλες και τις πήρε μαζί του και τις εξαφάνισε για πάντα. Κι έτσι τιμωρήθηκαν για ο, τι κακό είχαν κάνει μέχρι τότε.

Όσο για το νεαρό ζευγάρι, έκανε πολλά μικρά τυφλά ποντικάκια κι έζησαν όλοι μαζί ευτυχισμένοι στην Ποντικούπολη. Από την οικογένεια αυτή λέγεται ότι προέρχονται και οι γνωστοί μας Τυφλοπόντικες.


 Η Μαρία Μαθιουδάκη είναι ένα νέο κορίτσι που ασχολείται με την τραγουδοποιία και με κάθε είδους δημιουργική γραφή.Ζει και σπουδάζει στην Αθήνα. Το 2013 κυκλοφόρησε τον πρώτο προσωπικό της δίσκο με τίτλο «Άλλα Λόγια Ν’ Αγαπιόμαστε» από την Protasis Music. Όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει Θαλασσοτροχονόμος.

Μαθιουδάκη Μαρία, email: marimat87@gmail.com

Leave a Reply