ΕΝΑ ΛΕΞΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

λεξικό για το περιβάλλονΌξινη βροχή, φαινόμενο του θερμοκηπίου, βιότοποι, ανακύκλωση, προστατευόμενα είδη, εθνικοί δρυμοί, ρύποι είναι μερικοί μόνο από δεκάδες όρους που έχουν ενταχθεί, τα τελευταία μόλις χρόνια, στο καθημερινό λεξιλόγιό μας. Πόση σιγουριά όμως έχουμε για το τι ακριβώς σημαίνουν, για το πώς ερμηνεύονται; Στις γραμμές που ακολουθούν προσφέρεται ένα περιεκτικό, εύχρηστο λεξικό για το περιβάλλον … πρώτης γραμμής! Με τη βοήθειά του, όποτε χρειαστεί, είναι βέβαιο ότι -πέρα από τις οικολογικές ευαισθησίες μας– δεν θα «πιαστούμε» περιβαλλοντικά αδιάβαστοι και αδιάβαστες!

Αειφορική ανάπτυξη: Ανάπτυξη που στηρίζεται στη συνετή χρήση των φυσικών πόρων έτσι ώστε να μπορούν οι μελλοντικές γενιές να έχουν τις ίδιες δυνατότητες ανάπτυξης.

Αιθαλομίχλη: Τύπος νέφους που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μεγάλων συγκεντρώσεων ρύπων (κυρίως διοξειδίου του θείου και καπνού).

Αιολική ενέργεια: Η ενέργεια που προέρχεται από την κίνηση του αέρα, δηλαδή από τον άνεμο.

Αλάτωση εδάφους: Η συγκέντρωση αλάτων στο έδαφος. Η αλάτωση εμποδίζει την ανάπτυξη των φυτών μειώνοντας την παραγωγή των καλλιεργειών. Παρατηρείται σε θερμές και ξηρές περιοχές.

Ανακύκλωση: Η συλλογή, η κατεργασία και η επαναχρησιμοποίηση υλικών και προϊόντων μετά την αρχική χρήση τους.

Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας: Πηγές ενέργειας που δεν εξαντλούνται ποτέ γιατί η φύση τις ανανεώνει χωρίς διακοπή, όπως π.χ. η ηλιακή ενέργεια, η βιομάζα κ.ά.

Αποδάσωση: Η μόνιμη καταστροφή και εξαφάνιση δασικής περιοχής, μεγάλης έκτασης, λόγω αλλαγής στη χρήση του εδάφους. Αιτίες αποδάσωσης είναι η εντατική υλοτομία (όπως π.χ. στα τροπικά δάση), η γεωργία, η οικοδόμηση κ.ά.

Αστικοποίηση: Το φαινόμενο κατά το οποίο ο πληθυσμός των πόλεων μιας χώρας αυξάνεται ταχύτερα απ’ ό,τι αυξάνεται ο πληθυσμός στην υπόλοιπη χώρα.

Αστυφιλία: Το φαινόμενο της συγκέντρωσης πληθυσμού σε μια πόλη και η αντίστοιχη εγκατάλειψη της υπαίθρου.

Ατμοσφαιρική ρύπανση: Η αλλοίωση της ποιοτικής ή ποσοτικής σύστασης του στρώματος αέρα που περιβάλλει τη Γη.

Ατμοσφαιρικοί ρύποι: Ουσίες που προέρχονται κυρίως από τα καυσαέρια και τις βιομηχανίες και ρυπαίνουν τον αέρα. Μερικές από τις βλαβερότερες είναι το μονοξείδιο του άνθρακα, το διοξείδιο του άνθρακα, το διοξείδιο του αζώτου, το διοξείδιο του θείου, το όζον, η αιθάλη (καπνιά), το βενζόλιο κ.ά.

Βιοκοινότητα: Το σύνολο των πληθυσμών των διαφόρων ειδών πανίδας και χλωρίδας που ζουν σε μια συγκεκριμένη περιοχή.

Βιολογικός καθαρισμός: Ο καθαρισμός των λυμάτων πριν από την ελευθέρωσή τους στο περιβάλλον. Αυτό επιτυγχάνεται με επεξεργασία σε διάφορα στάδια και με τη βοήθεια μικροοργανισμών.

Βιοδιασπώμενο υλικό: Υλικό που μπορεί να διασπαστεί σε απλούστερες ουσίες με βιολογικό τρόπο, όπως π.χ. με δράση μικροοργανισμών.

Βιομάζα: Το σύνολο υλικών μιας περιοχής με φυτική και ζωική προέλευση όπως κλαδιά, φύλλα, λίπος, κουκούτσια κ.ά. που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν πηγή ενέργειας.

Βιοποικιλότητα: Η ποικιλία των διαφορετικών ειδών ζωής σε μια συγκεκριμένη περιοχή.

Βιοσυσσώρευση: Η συγκέντρωση κάποιας ουσίας σε έναν οργανισμό σε ποσότητα μεγαλύτερη από αυτήν που υπάρχει στο περιβάλλον.

Γεωθερμική ενέργεια: Η ενέργεια που προέρχεται από τα μεγάλα ποσά της θερμικής ενέργειας που είναι εγκλωβισμένα στο εσωτερικό της  Γης.

Γυψοποίηση: Φαινόμενο κατά το οποίο η επιφάνεια του μαρμάρου μετατρέπεται, λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, σε γύψο.

DDT: Ισχυρό εντομοκτόνο που παραμένει αμετάβλητο στο περιβάλλον για μεγάλα χρονικά διαστήματα προκαλώντας σοβαρή ρύπανση και προβλήματα υγείας. Εδώ και πολλά χρόνια έχει απαγορευτεί η χρήση του.

Διάβρωση: Σύνολο διεργασιών που οδηγούν στη μείωση του ανάγλυφου του εδάφους, στη μεταφορά και απόθεση σε άλλες περιοχές των υλικών που αποσπώνται από έναν τόπο. Μπορεί να προέρχεται από φυσικά αίτια ή από τον άνθρωπο.

Είδος: Σύνολο οργανισμών που μπορούν να αναπαράγονται μεταξύ τους και να παράγουν γόνιμους απογόνους. Ένα είδος είναι π.χ. ο άνθρωπος, άλλο το δελφίνι κ.λπ.

Ενδημικό είδος: Είδος που έχει συγκεκριμένη τοπική προέλευση και περιορισμένη γεωγραφική εξάπλωση, αναπτύσσεται δηλαδή σε ένα μέρος (όπως π.χ. το φυτό δίκταμο στην Κρήτη).

Ενδιαίτημα: Η περιοχή στην οποία ζει, αναπτύσσεται, αναπαράγεται και βρίσκει την τροφή του ένα είδος ζωής.

Εντομοκτόνο: Χημική ουσία που χρησιμοποιείται για την απαλλαγή μιας περιοχής από έντομα.

Ερημοποίηση: Η υποβάθμιση του εδάφους λόγω ανθρώπινης δραστηριότητας ή αλλαγής των κλιματικών συνθηκών.

Ευτροφισμός: Η δυνατότητα που μπορεί να έχει ένα υδάτινο οικοσύστημα να συντηρήσει μεγάλο αριθμό φυτών, περισσότερων από όσα συνήθως αντέχει. Το φαινόμενο συμβαίνει όταν στο οικοσύστημα εισέρχονται μεγάλες ποσότητες θρεπτικών συστατικών, όπως π.χ. υπόλοιπα λιπασμάτων κ.ά.

Ζιζανιοκτόνο: Χημική ουσία που χρησιμοποιείται για την απαλλαγή μιας καλλιεργήσιμης περιοχής από μικρά ανεπιθύμητα και ανθεκτικά φυτά (ζιζάνια).

Ηλιακή ενέργεια: Η ενέργεια που προέρχεται από τον ήλιο και φτάνει στον πλανήτη μας με τη μορφή ακτινοβολίας.

Ηχορύπανση: Μορφή ρύπανσης όπου ο ρυπαντής είναι κάθε ανεπιθύμητος ή ισχυρός ήχος.

Θερμοκρασιακή αναστροφή: Το φαινόμενο που παρατηρείται όταν θερμή ποσότητα αέρα βρίσκεται πάνω από ψυχρότερη. Συνήθως όσο ανεβαίνουμε σε ύψος από την επιφάνεια της Γης οι ανώτερες αέριες μάζες είναι ψυχρότερες από τις κατώτερες.

Θόρυβος: Κάθε ανεπιθύμητος ήχος.

Καταλύτης αυτοκινήτου: Συσκευή που τοποθετείται στα αυτοκίνητα. Περιορίζει και εξουδετερώνει επικίνδυνα συστατικά των καυσαερίων ελαττώνοντας τη ρύπανση του αέρα.

Καύσιμα: Ουσίες που όταν καίγονται δίνουν μεγάλα ποσά θερμότητας.

Κλίμα: Η μέση τιμή των μετεωρολογικών συνθηκών ενός τόπου σε μεγάλο χρονικό διάστημα.

Κλιματική αλλαγή: Η μεταβολή του κλίματος του πλανήτη, που οφείλεται άμεσα ή έμμεσα στον άνθρωπο.

Κομποστοποίηση: Διαδικασία με την οποία κατάλληλα απορρίμματα, όπως υπολείμματα τροφών, φύλλα, μικρά κλαδιά, φλούδες, κουκούτσια κ.ά., μετατρέπονται σε ωφέλιμο λίπασμα.

Λίπανση: Η ενίσχυση του εδάφους ώστε να μπορεί να προμηθεύει με χρήσιμα θρεπτικά συστατικά τους φυτικούς οργανισμούς που φυτρώνουν σ’ αυτό.

Λιπάσματα (χημικά): Χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στη γεωργία για την αύξηση της παραγωγής. Περιέχουν κυρίως άζωτο (νιτρικά λιπάσματα) και φώσφορο (φωσφορικά λιπάσματα).

Λύματα: Τα υγρά απόβλητα από τις ανθρώπινες δραστηριότητες (βιομηχανικές, γεωργικές, τουριστικές, αστικές-οικιακές κ.ά.).

Μακία βλάστηση: Ζώνη βλάστησης, κυρίαρχη στη Μεσόγειο, που εκτείνεται από τη θάλασσα έως τα 700 μέτρα και χαρακτηρίζεται από χαμηλούς ανθεκτικούς στην ξηρασία θάμνους, όπως το πουρνάρι, και φρύγανα, όπως το θυμάρι.

Μετάλλαξη: Η μόνιμη αλλαγή στα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού, που ακολουθεί όμως πλέον και τους απογόνους του.

Μόλυνση: Η μορφή της ρύπανσης που χαρακτηρίζεται από την παρουσία στο περιβάλλον παθογόνων μικροοργανισμών ή τοξικών υλικών που θέτουν σε κίνδυνο την υγεία του πληθυσμού.

Μετανάστευση ζώων: Εποχική μετακίνηση μεγάλων αποστάσεων που κάνουν ορισμένα είδη ζώων, προκειμένου να βρεθούν σε περιοχές με ευνοϊκές συνθήκες γι’ αυτά.

Μονοκαλλιέργεια: Η καλλιέργεια ενός μόνο είδους αγροτικού ή δασικού φυτού με παράλληλο αποκλεισμό οποιωνδήποτε άλλων φυτικών ειδών στην περιοχή καλλιέργειας.

Νέφος: Το ορατό αποτέλεσμα από τη συγκέντρωση ρύπων στην ατμόσφαιρα.

Νιτρορύπανση: Η επιβάρυνση και ρύπανση του εδάφους και των υπόγειων νερών με νιτρικές (αζωτούχες) ουσίες που περιέχονται στα χημικά λιπάσματα.

Ξηρασία: Παρατεταμένη χρονικά περίοδος με έλλειψη βροχών που οδηγεί σε ανεπάρκεια νερού.

Όζον: Χημική ουσία, η οποία βρίσκεται τόσο στα χαμηλά στρώματα της τροπόσφαιρας, όσο και στην στρατόσφαιρα. Το τροποσφαιρικό όζον αποτελεί επικίνδυνο ρύπο, ενώ το στρατοσφαιρικό συγκρατεί βλαβερή ηλιακή ακτινοβολία και είναι χρήσιμο για τη ζωή.

Οζονόσφαιρα: Περιοχή της στρατόσφαιρας με πλούσια συγκέντρωση σε όζον. Εκτείνεται σε ύψος 20-50 χλμ., με μέγιστη τιμή όζοντος στα 30 χλμ. Έχει τεράστια σημασία για τη ζωή επειδή συγκρατεί βλαβερές ακτινοβολίες από το Διάστημα.

Οικολογία: Κλάδος της βιολογίας που μελετά τις αλληλεπιδράσεις των οργανισμών μεταξύ τους καθώς και με το περιβάλλον στο οποίο ζουν.

Οικοπεδοποίηση: Η αλλαγή στη χρήση γης με επέκταση μιας αστικής περιοχής και αντίστοιχη μείωση γεωργικών ή δασικών εκτάσεων.

Οικοσύστημα: Ένα ολοκληρωμένο συγκρότημα στο περιβάλλον μέσα στο οποίο οι αβιοτικοί παράγοντες και οι ζωντανοί οργανισμοί βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση.

Οικοτουρισμός: Τουριστικές δραστηριότητες με έμφαση στη διαβίωση και την άσκηση στο περιβάλλον με σεβασμό σ’ αυτό.

Οξυγόνο: Αέριο που βρίσκεται είτε στην ατμόσφαιρα είτε διαλυμένο στο νερό και το οποίο είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της ζωής.

Οργανισμός: Καθετί που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της ζωής.

Πανίδα: Η ποικιλία των διαφορετικών ζωικών ειδών μιας περιοχής. Διακρίνεται σε ιχθυοπανίδα, ορνιθοπανίδα, ερπετοπανίδα κ.ά.

Παράσιτα: Οργανισμοί που ζουν σε βάρος άλλων οργανισμών, π.χ. το κουνούπι.

Παρασιτοκτόνα: Ουσίες που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση βλαβερών εντόμων, ζιζανίων, μυκήτων κ.ά. ώστε να μην επηρεάζεται από αυτά η γεωργική παραγωγή.

Περιβάλλον: Ονομάζουμε έτσι καθετί που βρίσκεται γύρω μας, δηλαδή ό,τι μας περιβάλλει. Μπορούμε να το διακρίνουμε σε φυσικό και ανθρωπογενές.

Πλαγκτόν: Οργανισμοί που ζουν στο νερό και η κίνησή τους οφείλεται στο ότι παρασύρονται από αυτό. Εξάλλου αυτό δηλώνεται και με το όνομά τους, αφού η λέξη πλαγκτόν προέρχεται από τη λέξη περιπλανώμαι. Διακρίνονται σε φυτικούς οργανισμούς (φυτοπλαγκτόν) και ζωικούς (ζωοπλαγκτόν).

Ραδιενεργά απόβλητα: Υποπροϊόντα των ατομικών αντιδραστήρων, που απαιτούν ειδικές διαδικασίες διαχείρισης.

Ραδιενέργεια: Ακτινοβολία που εκπέμπεται όταν διασπώνται ραδιενεργοί πυρήνες.

Ραμσάρ: Πόλη του Ιράν όπου το 1971 υπεγράφη διεθνής συνθήκη. Σύμφωνα με αυτήν τα κράτη που υπέγραψαν υποχρεώνονται να προστατεύουν περιοχές σημαντικές για ζώα και φυτά.

Σιωπηλή Άνοιξη: Τίτλος βιβλίου με συγγραφέα τη Ρέιτσελ Κάρσον, που εκδόθηκε το 1962. Θεωρείται το πρώτο κλασικό οικολογικό σύγγραμμα.

Smog: O όρος προέρχεται από τις λέξεις smoke και fog και χρησιμοποιείται για να δείξει την κατάσταση της ατμόσφαιρας όταν υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση αέριων ρυπαντών καθώς και περιορισμένη ορατότητα.

Τρύπα του όζοντος: Η μείωση του πάχους του στρώματος του όζοντος στη στρατόσφαιρα λόγω της επίδρασης σ’ αυτό χημικών ουσιών που απελευθερώνουν οι ανθρώπινες δραστηριότητες στο περιβάλλον.

Υπεραλίευση: Η αλιεία ψαριών σε υπερβολικές ποσότητες για μακρό χρονικό διάστημα. Αυτό δεν επιτρέπει στους πληθυσμούς ψαριών να αυξηθούν σε ικανοποιητικό βαθμό με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε εξαφάνιση.

Φαινόμενο θερμοκηπίου: Το φαινόμενο της ανόδου της θερμοκρασίας της Γης, εξαιτίας της αύξησης συγκέντρωσης στην ατμόσφαιρα αερίων, όπως π.χ. το διοξείδιο του άνθρακα.

Χέκελ Ερνστ: Γερμανός φυσιοδίφης που έζησε κατά τον 19ο αιώνα. Θεωρείται ο ιδρυτής της οικολογίας.

*Ο Άρης Ασλανίδης είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.

Leave a Reply