Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΤΣΑΓΙΟΥ

Μια φορά κι έναν καιρό, όπως λένε και τα παραμύθια, ένας Ινδός πρίγκιπας, που τον έλεγαν Μποντιντάρμα, πήρε δρόμο και ξεκίνησε να διδάξει τον βουδισμό στην Κίνα. Είχε ορκιστεί να μείνει ξάγρυπνος για όσα χρόνια θα διαρκούσε η αποστολή του. Σε μια στιγμή όμως προσευχής και στοχασμού τον πήρε ο ύπνος δίχως να το καταλάβει και λένε μάλιστα πως είδε και όνειρα ηδονικά! Σαν ξύπνησε και συνειδητοποίησε τι του είχε συμβεί εξοργίστηκε τόσο πολύ με τον εαυτό του και, φοβούμενος μήπως βαρύνουν και πάλι τα βλέφαρά του και κλείσουν, θεώρησε καλό να τα κόψει και να τα πετάξει καταγής!
tsaiΕκεί που έπεσαν τα βλέφαρα του πρίγκιπα φύτρωσε ένα φυτό, τα φύλλα του οποίου δοκίμασε και διαπίστωσε ότι προκαλούσαν ευεξία και εγρήγορση. Έτσι λένε πως ξεκίνησε η καλλιέργεια του τσαγιού στην Κίνα: χάρη στον «Μεγάλο ταξιδιώτη» ή «Μοναχό με ανοιχτόχρωμα μάτια», όπως ονόμαζαν τον Μποντιντάρμα την εποχή της δυναστείας Σονγκ.
Σύμφωνα με μια άλλη παλαιότερη κινεζική μυθολογική παράδοση η χρήση του τσαγιού ανάγεται στο έτος 2737 π.Χ., όταν μερικά φύλλα από ένα άγριο τεϊόδεντρο έπεσαν μέσα στο ζεστό νερό που είχε βράσει, στην εξοχή, ο αυτοκράτορας Σεν Νουνγκ για να σβήσει τη δίψα του. Ο Σεν Νουγκ που, σύμφωνα με τον μύθο, ήταν όχι μόνο μεγάλος καλλιεργητής αλλά και σπουδαίος βοτανολόγος, δοκίμασε από περιέργεια το αφέψημα, το βρήκε εξαιρετικό και έκτοτε η χρήση του γενικεύτηκε.

Στο μονοπάτι των Αλόγων     
Όπως και να έχει το πράγμα, κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα, εποχή της δυναστείας Τανγκ, δημιουργείται ένας εμπορικός δρόμος, ο λεγόμενος «Αρχαίος δρόμος του Τσαγιού και των Αλόγων». Πρόκειται για δίκτυο από μονοπάτια που ένωνε τις επαρχίες της Κίνας και του Θιβέτ και εξυπηρετούσε τις εμπορικές συναλλαγές τους. Οι Κινέζοι τροφοδοτούσαν με τσάι τα μοναστήρια του Θιβέτ –ήταν το κατ’ εξοχήν ρόφημα των βουδιστών μοναχών– και έπαιρναν ως αντάλλαγμα αλάτι και άλογα, απαραίτητα για τον κινεζικό στρατό που, την εποχή εκείνη, είχε να αντιμετωπίσει τις επιδρομές των Μογγόλων. Η πιο σημαντική διαδρομή ξεκινούσε από την επαρχία Γιουνάν, φημισμένη μέχρι σήμερα για τα τσάγια της και ιδιαίτερα για το τσάι Πουέρ, το οποίο χαίρει της προτίμησης των βουδιστών μοναχών του Θιβέτ.

tsai 2Σε αυτοκρατορικά κελάρια
Οι μύθοι βεβαίως έχουν τη γοητεία τους και, εν τέλει, κρύβουν και αλήθειες, όμως στην περίπτωσή μας μιλάει και η αρχαιολογία που ανακάλυψε τα πρώτα κινεζικά σκεύη του τσαγιού, τα οποία χρονολογούνται μεταξύ 206 π.Χ. και 24 μ.Χ., περίοδο κατά την οποία μοιάζει να γενικεύτηκε η κατανάλωσή του. Κατ’ αρχάς το χρησιμοποιούσαν για να αρωματίσουν το πόσιμο νερό τους, αλλά με την πάροδο του χρόνου ανακάλυψαν και τις τρεις βασικές, κατά την άποψή τους, θεραπευτικές αρετές του: ξεκουράζει, ενδυναμώνει τη θέληση και ενισχύει την καλή όραση! Έτσι, κατά την περίοδο της δεύτερης αυτοκρατορικής δυναστείας, γνωστή ως «Δυναστεία των Τριών βασιλείων» (220-265 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον αγρότη Λίου Μπανγκ (ως αυτοκράτορας πήρε το όνομα Καοτσού), το τσάι έχει μπει για τα καλά στην καθημερινότητα των Κινέζων. Τα φύλλα του κοπανίζονται, γίνονται σκόνη και στη συνέχεια συμπιέζονται για να κατασκευαστούν οι περίφημες γαλέτες του τσαγιού που διευκολύνουν πολύ τη μεταφορά του. Αξίζει να πούμε δυο λόγια παραπάνω για τις γαλέτες αυτές που είναι η παραδοσιακή μέθοδος επεξεργασίας κυρίως του τσαγιού Πουέρ. Οι γαλέτες αυτές αποθηκεύονται σε κελάρια και με την πάροδο του χρόνου υφίστανται ζύμωση και αλλάζουν χρώμα, γεύση και άρωμα. Είναι μια διαδικασία παλαίωσης, ανάλογη με εκείνη των καλών κόκκινων κρασιών, που σήμερα μπορεί να διαρκέσει και τριάντα χρόνια. Τα παλιωμένα αυτά τσάγια έχουν μεγάλη ζήτηση ενώ η τιμή της εξαιρετικής γαλέτας συναγωνίζεται εκείνη του πολυτελούς αυτοκινήτου!

Σε πολύτιμες πορσελάνες
Το 1391, ο Χονγκού, ο πρώτος αυτοκράτορας της δυναστείας Μινγκ, εξέδωσε διάταγμα σύμφωνα με το οποίο το τσάι που απέδιδαν ως εισφορά στην αυτοκρατορική αυλή δεν θα ήταν πλέον σε γαλέτες αλλά σε φύλλα. Με το διάταγμα αυτό αλλάζει άρδην και το τελετουργικό της τεϊοποσίας και έκτοτε τα φύλλα μπαίνουν κατευθείαν στο ζεστό νερό. Ο τρόπος αυτός της παρασκευής του αφεψήματος οδηγεί και στην κατασκευή των σερβίτσιων του τσαγιού: τσαγιέρες, βραστήρες και ατομικές κούπες μελετημένες για να αναδεικνύουν το άρωμα και τη γεύση του ευεργετικού ροφήματος. Γύρω από την τεϊοποσία χτίζεται μια ολόκληρη σχολή κατασκευής αντικειμένων τέχνης (πορσελάνες και κεραμικά) για τα οποία, αργότερα, θα δώσουν μάχες οι Ευρωπαίοι συλλέκτες. Στην Άπω Ανατολή, και ιδιαίτερα στην Ιαπωνία, η χρήση του τσαγιού γίνεται τέχνη, φιλοσοφία ζωής και ιεροτελεστία άρρηκτα συνδεδεμένη με τις έννοιες της φύσης, της απλότητας, της λεπταίσθητης απόλαυσης, του ήθους και κυρίως της ψυχικής γαλήνης.   Η παλαιότερη μνεία που έχουμε εντοπίσει για το τσάι στην Ευρώπη μοιάζει να βρίσκεται σε έκθεση ενός Άραβα περιηγητή που το έτος 879 μ.Χ. επισκέφθηκε την πόλη Γκουαντζού (Καντόνα) στην οποία βρίσκεται ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά λιμάνια της Νότιας Κίνας. Αλλά και ο εξερευνητής Μάρκο Πόλο, μερικούς αιώνες αργότερα (1285), κάνει λόγο στα γραπτά του για την αποπομπή ενός Κινέζου υπουργού Οικονομικών που αύξησε με τρόπο αυθαίρετο τους φόρους του τσαγιού. Η πραγματική όμως γνωριμία του τσαγιού με τη Δύση αρχίζει στα τέλη του 16ου αιώνα όταν οι Ολλανδοί διέδωσαν στην Ευρώπη πως οι Κινέζοι έπιναν ένα εξαιρετικό ρόφημα για το οποίο χρησιμοποιούσαν τα φύλλα ενός δενδρυλλίου! Στις αρχές του επόμενου αιώνα τα θαυματουργά αυτά φύλλα φτάνουν στην Ευρώπη φορτωμένα στα καράβια της Ολλανδικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών. Το 1636 το τσάι φτάνει στη Γαλλία, και το 1638 στη Ρωσία, ενώ το 1650 το υποδέχεται και η Αγγλία.

Στις 5 ακριβώς  
Αν θεωρούμε σήμερα –και δικαίως άλλωστε– πως το εθνικό ρόφημα στη γηραιά Αλβιόνα είναι το τσάι, θα πρέπει να ξέρουμε ότι αυτό πήρε κάποιο χρόνο. Η Αγγλία υποδέχτηκε τα πολύτιμα φύλλα το 1650, αλλά η χρήση τους ήταν αυστηρά φαρμακευτική. Το τσάι γίνεται δημοφιλές με την ευκαιρία των γάμων του βασιλιά Καρόλου Β΄ και της Αικατερίνης της Μπραγκάνζα, πριγκίπισσας της Πορτογαλίας. Η Αικατερίνη είχε στην προίκα της άφθονο τσάι και πολλά πορσελάνινα σερβίτσια. Να υπενθυμίσουμε ότι οι Πορτογάλοι ήταν οι πρώτοι που αποβιβάστηκαν στην Ιαπωνία (1560) και επιστρέφοντας έφεραν μαζί τους και το τσάι. Η νέα βασίλισσα μαθαίνει τις κυρίες της αυλής της να πίνουν τσάι και πολύ γρήγορα το αφέψημα γίνεται μόδα και περνάει στην αστική τάξη αλλά και στα λαϊκά στρώματα. Η σχέση των Άγγλων με το τσάι είναι πλέον μια αιώνια σχέση αγάπης και μάλιστα «εγκεκριμένη» από τη βασίλισσά τους την Άννα Στιούαρτ (ανεψιά του Καρόλου και της Αικατερίνης), η οποία το καθιέρωσε ως πρωινό ρόφημα. Ήταν η πρώτη! Ο σπουδαίος ποιητής και συγγραφέας Σάμιουελ Τζόνσον (1709-1784) περιγράφει εαυτόν ως τεϊοπότη φανατικό και ανενδοίαστο που επί είκοσι ολόκληρα χρόνια συνόδευε τα γεύματά του μόνο με τα αφεψήματα του θαυμαστού αυτού φυτού. Τονίζει μάλιστα πως το τσάι ήταν το ρόφημα που διασκέδαζε τα βράδια του, παρηγορούσε τα μεσονύχτια του και μάγευε τα πρωινά του!

Πολλές είναι οι ποικιλίες του καλού τσαγιού και ανάλογοι οι τρόποι της παρασκευής του. Στη χώρα μας πολύ συχνά συνδέουν το τσάι με τα κρυολογήματα και τα συνάχια. Δεν έχει ακόμη εκτιμηθεί όπως πρέπει αν και σιγά σιγά έχει αρχίσει να μπαίνει στην καθημερινότητά μας.

Αν έχετε περιέργεια να μάθετε περισσότερα, κυρίως σε ό,τι αφορά τις ποιότητες και την προετοιμασία του μαγικού ροφήματος, στο κατάστημα Ο Δρόμος του τσαγιού  (Χάρητος 5, στο Κολωνάκι – www.tearoute.gr) θα σας καλοδεχτούν και θα σας δώσουν όσες πληροφορίες θέλετε. 

Leave a Reply