ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ, ΔΥΟ ΜΠΟΜΠΙΡΕΣ

Απογευματάκι στο σπίτι της κολλητής μου και μητέρας δύο παιχνιδιάρικων αρσενικών. Πίνοντας το καφεδάκι μας πέφτει στα χέρια μου το Τaλκ – εφημερίδα για γονείς. Έχοντας πάντα ιδιαίτερη προτίμηση στις free press εφημερίδες και τρέφοντας μια αδυναμία στα παιδιά, άρχισα από περιέργεια να την ξεφυλλίζω. Κάπως έτσι ξεκίνησε να με στροβιλίζει η ιδέα να μοιραστώ τη για πολλούς επίπονη, συνηθισμένη αλλά ομολογουμένως πρωτόγνωρη για μένα εμπειρία του babysitting.
Η αποστολή: τρεις μέρες με τον Φίλιππο και τον Κωνσταντίνο για να μπορέσει η μαμά και ο μπαμπάς να κάνουν ένα μίνι ταξιδάκι. Η ανησυχία: ναι, ναι, είναι γεγονός ότι δεν είμαι ακόμα μητέρα και η ξεχωριστή αγάπη στα παιδιά της φιλενάδας μου με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι αυτό το διήμερο δεν θα ήταν ένα κλασικό εργένικο Σαββατοκύριακο.
Το Σάββατο πρωί με βρήκε να ξυπνάω πιο νωρίς από το καθιερωμένο και τελικά όχι μόνη μου όπως είχα υπολογίσει. Η πρωινή μου παρέα καθόταν στο πάτωμα, ήταν μόλις ενάμισι έτους και κρατούσε έναν τεράστιο γερανό που μόλις άφηνε τη φιγούρα του να ξεχωρίζει! Πριν προλάβω να ανακλαδιστώ, στο απορημένο προσωπάκι του μικρού Φίλιππου η ερώτηση ήταν αναμενόμενη: «Μαμά, μπαμπάς πού;» (βασικά «μαμά πού;» αλλά κρατάω τα προσχήματα) – η προσπάθειά μου να απαντήσω στον μπόμπιρα περιορίστηκε σε 2-3 κουβέντες και περισσότερο στις βόλτες, στο πάρκο και στα παιχνίδια που θα κάναμε οι τρεις μας.
Λίγο πιο μέσα ο Κωνσταντίνος είχε ξεκινήσει μία από τις αγαπημένες ενασχολήσεις του Σαββάτου – τα κινούμενα σχέδια… έχοντας ήδη βαρεθεί. Δεν κατάλαβα πώς με κατάφερε και βρέθηκα να χορεύω στο κέντρο του σαλονιού με τον Κωνσταντίνο ανάμεσα στα πόδια μου και τον Φίλιππο στους ώμους! Aργότερα, στην παιδική χαρά, είχα αποκτήσει τις μικρές παρέες μου: ο μεγάλος με σύστηνε στους φίλους του που με είχαν περικυκλώσει λέγοντας «από εδώ η Μιμή που μας προσέχει γιατί η μαμά και ο μπαμπάς έχουν πάει ταξίδι».
Το βράδυ, ξεθεωμένα από το πολύ παιχνίδι και τις βόλτες στο πάρκο, δεν είχαν ιδιαίτερη δυσκολία στο να κοιμηθούν. Είχαν μία πολύ γεμάτη μέρα και η γλυκιά κούραση ήταν ζωγραφισμένη στα προσωπάκια τους. Παρ’ όλα αυτά, ο Κωνσταντίνος είχε όρεξη για παραμύθι… το οποίο συνόδευσαν οι ερωτήσεις: «πότε θα έρθει η μαμά και ο μπαμπάς; τι δώρο θα μου φέρουν;» ενώ στο τέλος της συζήτησής μας εξέφρασε την προσωπική του άποψη: «Μιμή, δεν καταλαβαίνω γιατί η μαμά και ο μπαμπάς πήγαν ταξίδι χωρίς εμένα. Σ’ το λέω να το ξέρεις και εσύ, την επόμενη φορά θα πάω κι εγώ μαζί τους. Θα μπω μέσα στη βαλίτσα τους!»
Αργά το βράδυ, ώρα χαλάρωσης και απολογισμού: τα είχα καταφέρει μια χαρά, παιχνίδι, βόλτα στο πάρκο, μπανάκι, φαγητό, παραμύθι και όνειρα γλυκά. Κάπου εκεί συνειδητοποιώ τον δύσκολο ρόλο της μητέρας και ένιωσα για πρώτη φορά τη φίλη μου Μαριέλενα, που ως μητέρα παραπονιέται αρκετές φορές ότι γύρω στις 8 το βράδυ είναι ήδη ξεθεωμένη. Το ίδιο ένιωθα κι εγώ.
Η επόμενη μέρα μάς βρήκε στην κουζίνα με μένα να μαγειρεύω, βοηθό μου τον Κωνσταντίνο και τον μικρό Φίλιππο πάνω στον πάγκο παρατηρητή! Το απόγευμα λοιπόν ήμασταν χορτασμένοι και ευτυχισμένοι, αλλά αυτήν τη φορά όχι όλοι έτοιμοι για νάνι. Προσπάθησα να κοιμίσω τον μεγάλο, του διάβασα ιστορίες και παραμύθια, αλλά ο ίδιος ήταν ανένδοτος – μου είχε δηλώσει εξαρχής ότι θα περίμενε τη μαμά και τον μπαμπά.
Όταν φυσικά χτύπησε το κουδούνι έτρεξε να ανοίξει την πόρτα και να πέσει στην αγκαλιά τους! Πραγματικά είχα ένα γλυκά κουραστικό weekend με ανεπανάληπτες στιγμές μικρής ευτυχίας και παιδικών γέλιων – γέλιων που μόνο τα παιδιά μπορούν να σου δώσουν τόσο απλόχερα. Ελπίζω ότι κάποια στιγμή θα ζήσω κι εγώ αυτήν τη μοναδική αγάπη που μπορεί να βιώσει η μητέρα, η μαμά, η μαμάκα…

Leave a Reply