ΠΡΟΣ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Η λέξη «διακοπές» ήταν άγνωστη στην επαρχία της Ελλάδας του ’70. Τη συναντούσε κανείς στα περιοδικά με τις φωτογραφίες από έναν μακρινό άγνωστο κόσμο. Όταν άρχισαν να μας δίνουν θέματα για το μάθημα της έκθεσης, όπως «Βουνό ή θάλασσα;» ή «Το αγαπημένο μου χόμπι», εκπαιδευτήκαμε στην τέχνη της επινόησης.
Κάθε Αύγουστο, η δική μου οικογένεια έπαιρνε έναν φιδογυριστό χωματόδρομο που, στενεύοντας διαρκώς, γινόταν όλο και πιο ανώμαλος, σε μια πολύωρη πορεία προς τη θάλασσα. Το αγροτικό σταματούσε συχνά στη διαδρομή – για να περάσει ένα κοπάδι, ένα πουλί ή μια χωρική φορτωμένη, μα και για να ξεμουδιάσουμε τρώγοντας σταφύλια, με φόντο τον κατάφορτο ελιές κι αμπέλια κάμπο. Φτάναμε στο χωριό – αραιά σπίτια και μια ταβέρνα πάνω στον στραφταλιστό γιαλό με τα τρία ψαροκάικα. Ούτε εμπορικά, ούτε αμάξια, ούτε ηλεκτρικό. Στο μικροσκοπικό σπιτάκι μας, μεγάλα παράθυρα, αυλή. Έσπρωχνες την ξύλινη αυλόθυρα κόντρα στην άμμο, κι έπεφτες στα βαθιά. Ατέλειωτο κολύμπι, αστακοκαραβίδες εν αφθονία, περιοδεύον σινεμά, ως αργά κουβέντες στο φως από λάμπες πετρελαίου κάτω απ’ τ’ αρμυρίκια.
Τους χειμώνες η κωμόπολη σιγά σιγά εξελισσόταν. Παρακολούθησα τα ξύλινα κουφώματα να αντικαθίστανται με αλουμινένια, την επέλαση της ταράτσας που εξοστράκισε τα κεραμίδια, τις ταμπέλες «rooms to let» να ανατέλλουν, τα γκρουπ των τουριστών να εισβάλλουν. Κι ύστερα μεγάλωσα.
Στην πρωτεύουσα το μάτι γέμισε τσιμέντο, τα αυτιά συνεχείς θορύβους, τα ρουθούνια καυσαέριο, το δέρμα χλομάδα, το στόμα καινούργιες λέξεις και γεύσεις. Τα παιδιά μου είχαν την τύχη να ανατραφούν σε προάστιο με τα δέντρα σκηνικό, πάρκα-προσομοίωση φύσης, μαγαζιά  αφθονίας, ελεύθερο χρόνο προγραμματισμένο, όπως και οι διακοπές τους, όπως και οι «δραστηριότητες». Και μια μέρα, αποφάσισα να τα πάω στον παράδεισο. Τον είχα διαφυλάξει στις αναμνήσεις μου, να τα περιμένει, να αποκαλυφθεί αποδεικνύοντας την αλήθεια των διηγήσεων, να καταδείξει το άχρονο του αμετάβλητου.
Στην τριπλάσια σε έκταση κωμόπολη των παιδικών μου χρόνων, τίποτα αναγνωρίσιμο. Ο ήλιος πύρωνε την άσφαλτο, τις λαμαρίνες των πανταχού παρόντων αυτοκινήτων. Ο δρόμος που κατηφόριζε προς το πέλαγο δεν ήταν πια εξοχικός. Διέτρεχε, με σύντομα διαστήματα θερμοκηπίων, οικισμούς παραθερισμού και ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις. Μα ήλπιζα ακόμα στη μεγάλη καμπύλη, εκεί που στρίβοντας έβλεπες ξαφνικά τη θάλασσα στο βάθος. Πήρα τη στροφή και σταμάτησα. Ως εκεί που έφτανε το μάτι, μια συμπαγής μάζα μπετόν έφτανε ως τον κόλπο. Μια τεράστια μαρίνα φιλοξενούσε πάσης φύσεως πλοιάρια, ενώ σε όλο της το μήκος η φορτωμένη ομπρέλες παραλία διέθετε μαγαζάκια με στρώματα θαλάσσης και άλλα πλαστικά αποικιακά. Ντρεπόμουν να κοιτάξω τα βλαστάρια μου. Μέχρι που τα είδα να τρέχουν ξαναμμένα προς το νερό, να βουτάνε απ’ την εξέδρα, να ξεφωνίζουν στην επαφή με το μπλε κρύσταλλο φωνάζοντας, «Τρέχα! Δεν μπορείς να το φανταστείς!».  Όλα τούς είχαν φανεί απολύτως φυσικά. Εκτός φυσικά απ’ τη θάλασσα.

Leave a Reply