ΠΕΣΕ, ΣΗΚΩ, ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ

Ο Κωνσταντίνος είναι σε φάση εξερεύνησης του σύμπαντος, και επειδή το σύμπαν του είναι το σπίτι του, το πράγμα έχει πάρει μια περίεργη τροπή. Τα έπιπλα έχουν παραμεριστεί και παντού είναι σκορπισμένα παιχνίδια με ασύλληπτα εκνευριστικούς ήχους, που επαναλαμβάνονται σε σημείο να έχεις τον νευρικό κλονισμό στο τσεπάκι.
Τα μωρά θέλουν ιώβεια υπομονή, τόσο δηλαδή μεγάλη που ακόμα και η Μάνα Τερέζα έρχεται να σου σφίξει με κατανόηση το χέρι για να σε συγχαρεί (κάτι ήξερε που δεν έκανε παιδιά). Θέλουν όμως και γερή κράση, μπράτσα και αντοχή. Κυρίως να είναι δυνατή η μέση (να μη λυγίσει). Αφενός για να τα σηκώνεις, αλλά και για να τρέχεις πίσω τους σκυφτή κυνηγώντας τα για να τα προφυλάσσεις από δεκάδες κινδύνους. Από παντού ελλοχεύει ο κίνδυνος. «Μην πέσει στα σκαλιά», «Μη βάλει το χέρι στην πρίζα», μη και μη. Και επειδή εκεί που τελειώνει το ένα «μη» αρχίζει το άλλο, ρωτάω τον φροϋδικό πατέρα να μου πει πόσα «μη» που άκουσα στην παιδική ηλικία ανακαλώ μέσα από τη σχέση με το παιδί μου και πώς γίνεται να δαγκώνω τη γλώσσα μου αντί να ξεστομίζω το φοβικό μάντρα του περιορισμού.
Εκεί αναρωτιέσαι πόσες τούμπες είναι οι επιτρεπόμενες. Πώς να μην του δείξεις φόβο, αλλά και να του βάλεις όρια; Αυτό δεν είναι διαπαιδαγώγηση, αυτό είναι το αίνιγμα της Σφίγγας. Ένα μάθημα ισορροπίας που οφείλεις να το μάθεις πριν περπατήσεις την πασαρέλα της μητρότητας με δωδεκάποντα ανασφαλειών και κακοβολεμένων δικών σου καταπιέσεων. Βέβαια οι άλλες, οι «έμπειρες» μανουλομάνες, σου λένε ότι το μαθαίνεις το παιδί με το μάτι. Και τι είναι, μαντάμ, το παιδί να το μάθω με το μάτι… φέτα, το ζυγίζεις, μισό κιλό, να το αφήσω; Και αν τσακιστεί; Εκεί σου απαντούν ότι στο πρόγραμμα είναι και να τσακιστεί, να κάνει και τα ραμματάκια του. «Ραμματάκια» ακούω εγώ η καινούργια, και λιποθυμάω αναρίθμητες φορές μέσα μου. Ας μου μάθει κάποιος να είμαι ψύχραιμη. Ας με κάνει κάποιος λοβοτομημένη μάνα που το βλαστάρι της γκρεμοτσακίζεται και εκείνη βάφει ατάραχη νύχια.
Γιατί να μην υπάρχει σε κάψουλα το χάπι της «έμπειρης μάνας» να πιω όλο το κουτί μήπως καταφέρω και εγώ να λέω φυσικά και ρουτινιάρικα τη λέξη «ράμματα». Γιατί από μέσα μου βγαίνει εκείνη η «τρομαγμένη» που όλα τα φοβάται και κάνει σαν εκείνες τις υστερικές που έβλεπα στις παραλίες να κυνηγάνε τα μωρά τους και να τσιρίζουν από πίσω τους τα ακατάληπτα. Πού έχει πάει το ανέμελο κορίτσι που ήμουν κάποτε; Η δασκάλα μου στη γιόγκα, που είναι άνθρωπος με το ζήτα στο ζεν κεφαλαίο, μου είπε σοφά: «Εμπιστεύσου τον». «Να εμπιστευτώ το βυζανιάρικο;» της απάντησα με το φρύδι ανασηκωμένο; «Μήπως να του δώσω και τα κλειδιά του αυτοκίνητου;» «Εμπιστεύσου τον», είπε εκείνη με ακόμα πιο σταθερή φωνή, «θα πέσει, θα σηκωθεί, ξέρει αυτός, πες του μόνο: δεν πειράζει, σήκω τώρα». Να πω «πέσε»; Να πω και «δεν πειράζει»; Ουφ, δύσκολα μου βάζουν.
Μα γιατί όλα στη μητρότητα πρέπει να είναι τόσο κομπλικέ; Και γιατί σε κάθε στροφή τελικά να μην έχω να αντιμετωπίσω μόνο τον Κωνσταντίνο, αλλά κυρίως την Τζούλη. Πότε έχω να κάνω με τη μικρή Τζούλη, πότε με την οχυρωμένη, πότε με εκείνη που θέλει να έχει τον έλεγχο σε όλα. Αυτό δεν λέγεται μητρότητα αλλά ταχύρρυθμο τμήμα ψυχανάλυσης με τίτλο ή «λύσ’ το τώρα (μάνα μου) ή θα το κουβαλάς για πάντα». Το μωρό είναι δέκα μηνών, που σημαίνει ότι δέκα μήνες τώρα σηκώνω το βάρος μου κάθε μέρα κάμποσες φορές πολλαπλασιασμένο. Πιο μεγάλος και καθαρός καθρέφτης δεν υπήρξε ποτέ. Μέσα στον καθρέφτη της μητρότητας, κοιτάω γυμνούς όλους τους φόβους μου και κάποιες φορές απονευρωμένους. Κοιτάω τις προεξοχές μου, κοιτάω τη μέσα φόδρα της αλήθειας μου. Ε voila, ήρθε η στιγμή να με αντιμετωπίσω.
Ο Κωνσταντίνος μπουσουλάει σαν να έχει μοτεράκι, τόσο γρήγορα που δεν τον φτάνεις. Μπουσουλάει και ψιλοσηκώνεται και προσπαθεί να περπατήσει και όλο πέφτει· θέλει να τα ανακαλύψει όλα. «Όλα» τού κάνουν εντύπωση. Εμένα πάλι μου κάνει εντύπωση πώς δεν μου έχουν φορέσει ακόμα ζουρλομανδύα. Τραβάει πράγματα, σπάει τασάκια, σπάει το φλιτζάνι με τον καφέ που μόλις έχω φτιάξει, τσιρίζει όταν δεν του δίνεις να σπάσει το κινητό σου, και αναρωτιέσαι εκείνες τις στιγμές γιατί δεν περιοριζόσουν μόνο στην απλή απόλαυση του σεξ και ήθελες και τα παρελκόμενα. Όμως αμέσως μετά, έτσι στο καπάκι, αποκοιμιέται στον ώμο μου και όλη η γαλήνη, και όλα τα αγγελούδια της πρώτης ιεραρχίας των αγγέλων είναι εκεί, στα βλέφαρά του που τρεμοπαίζουν ελαφρά από το όνειρο και αφήνει και κάτι μωρουδιακά σάλια, που μοιάζουν με μέλι που φτιάχνουν τα χερουβείμ. Και κάπως έτσι αγγίζω πάλι τον Θεό, και έχω και έναν καλό λόγο να τον πιστεύω. Ιδού λοιπόν η «διχασμένη μάνα», αυτή που δεν αντέχει, και στην επόμενη ακριβώς στιγμή νιώθει ευλογημένη. Αυτή είμαι εγώ. Έχω ακόμα πολλά να δω και να μάθω και –ποιος ξέρει– ίσως και εγώ μια μέρα να λέω τα ράμματα ραμματάκια. Προς το παρόν, θέλω να μάθω να λέω (και να το αισθάνομαι): Πέσε, δεν πειράζει, σήκω πάλι. Να ασπαστώ το γνωμικό που λέει: Εννέα φορές να πέσεις, δέκα να σηκωθείς.

Leave a Reply