ΜΙΚΡΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Κυριακάτικο πρωινό και παγωμένο. Πολλή βροχή και ασταμάτητη. Προφανώς οι αγελάδες είναι ξαπλωτές. Οι Σκωτσέζοι το λένε αυτό. Όταν οι αγελάδες στέκονται όρθιες θα βρέξει… και όταν είναι ξαπλωτές, θα βρέξει περισσότερο. Και η Γουίτνεϊ Χιούστον δεν υπάρχει πια. Αναρωτιέμαι πώς ένα τόσο θεϊκό πλάσμα, με τόσο ταλέντο, με τέτοια επιτυχία είχε αυτήν την κατάληξη… σχεδόν αυτοκτόνησε.
Η μέρα γίνεται ακόμα πιο δύσκολη από τη συγχορδία των media, της κυβέρνησης και των συνοδοιπόρων να μας κάνουν λοβοτομή. Μάρτυρες μιας πρωτοφανούς επιχείρησης κατατρομοκράτησης όλων μας. Δεν θα έχουμε τρόφιμα, φάρμακα και πετρέλαιο. Θα βγάλουμε ουρίτσες και καρκίνους, αν δεν συμφωνήσουμε για τη δανειακή σύμβαση. Μετεωρίτες θα πέσουν στα κεφάλια μας… Ή υπογράφουμε τη δήλωση υποταγής ή γινόμαστε ζόμπι.
Και γω σέρνω από το ένα μέρος στο άλλο την παλιά βαλίτσα. Από το ένα στο άλλο τέλος. Προς μια μετρημένη, απέριττη ωριμότητα. Ή, για να το θέσω πιο σεμνά, προς ένα αδιέξοδο, που εξελίσσεται σιγά σιγά μαζί μου. Ακόμα όμως αποστρέφομαι τις δηλώσεις υποταγής. Και δεν μου αρέσουν πολύ αυτά περί ορθολογισμού και ρεαλισμού. Ακόμα πιστεύω ότι για να καταφέρεις να κερδίσεις κάτι που έχει αξία, μερικές φορές χρειάζεται να επιδοθείς σε φαινομενικά μάταιες πράξεις. Ίσως τα καταφέρω να μην κλείσει ο κύκλος αυτών των μάταιων πράξεων.
Πάνω στην ώρα το τηλέφωνο…Ο Ανδρίκος, ένας παλιός φοιτητής μου: «Κύριε καθηγητά, έρχομαι να σας δω και να σας φέρω ο ίδιος το βιβλίο που έγραψα». Ο Ανδρέας ή ο Ανδρίκος, όπως τον φώναζα χρόνια πριν στο πανεπιστήμιο. Ο Ανδρέας, γιος γνωστού και καλού δημοσιογράφου. Τότε ήταν φοιτητής του Ιστορικού – Αρχαιολογικού τμήματος. Εξαιρετικός φοιτητής, καλό παιδί και γεμάτο όνειρα.
Μ’ αρέσει τα δασκαλίκι, κύριε καθηγητά… Αυτό που θέλω είναι απλό… Να μάθω πολλά και να έχω τη δύναμη και τη δυνατότητα να τα μεταφέρω στις επόμενες γενιές, έλεγε. Και συνέχιζε γεμάτος ενθουσιασμό:
-Δεν είμαι τυχαία στη σχολή αυτήν, ήταν επιλογή μου, θα με βοηθήσετε;
-Βεβαίως, απαντούσα αμήχανα. Δεν ήξερα καν πώς μπορούσα να βοηθήσω αυτό το παιδί… το ήθελα πολύ.
Ο Ανδρίκος τελείωσε τη σχολή με άριστα, προχώρησε σε μεταπτυχιακές σπουδές, έκανε και μεταδιδακτορικό. Αυτά που βρίσκουν δηλαδή για να δικαιολογήσουν την ανεργία.
-Διδάσκεις; Θυμάμαι τη μεγάλη σου αγάπη, τον ρώτησα με το που κάθησε.
-Όχι, κύριε καθηγητά. Δεν μπόρεσα. Βρήκα μια δουλειά διοικητικού υπαλλήλου με σύμβαση. Έχω και ένα παιδάκι βλέπετε. Τα φέρνω βόλτα… 650 ευρώ τον μήνα, όμως τώρα λένε ότι με την Τρόικα θα με απολύσουν. Δεν χωράμε, λένε… είμαστε ένοχοι για την κατάσταση της πατρίδας μας. Λεηλάτησαν τα όνειρά μου. Το μόνο που θέλω τώρα είναι να μπορώ να μεγαλώσω το παιδάκι μου.
Σχεδόν παραλήρημα. Και, γαμώ το, είναι μόλις 32 χρόνων. Έμεινα αποσβολωμένος να σκέφτομαι: Εμείς που είμαστε κληρονόμοι αυτής της στέρεας γης που σφυρηλατήθηκε από την Ιστορία. Σε πόλεις χτισμένες πάνω σε άλλες πόλεις. Που πάντα πιστεύαμε ότι όσες απ’ αυτές και αν ερημωθούν από τους ανέμους που σαρώνουν τον χρόνο, πάντα θα βρίσκουν άλλες από κάτω για να τους κρατούν ζωντανούς. Αν είναι τέτοια τα κρατήματά μας, τότε γιατί στο διάολο φερόμαστε έτσι στους νέους;
Γιατί δεν στέλνουμε στο διάολο όλους αυτούς που μας λεηλατούν τις ζωές και να επιδοθούμε σε φαινομενικά μάταιες πράξεις; Μήπως και κερδίσουμε κάτι που έχει αξία.

Leave a Reply