Η ΜΕΛΩΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΡΧΙΑΣ 5- ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα ότι συνόδευα τα παιδιά μου στο σχολείο των ονείρων μου, ανάμεσα σε μαμάδες-ξωτικά που μιλούσαν αλλόκοτες γλώσσες σέρνοντας από το χέρι τους τούς ηγέτες τού αύριο. Το στόμα τους ξέβραζε χρήμα· το ίδιο και η ματιά τους. Σαν τον Μίδα, τον βασιλιά της Φρυγίας, οτιδήποτε άγγιζαν γινόταν χρυσός: τα λουλούδια, τα δέντρα, τα φαγητά, το νερό, οι πίνακες, τα θρανία, τα ίδια τους τα παιδιά. Άρχισα να τρέχω σαν τρελή με τα μικρά στην αγκαλιά και την ανάσα κομμένη. Και τότε, κατάφερα επιτέλους να ξυπνήσω…  

«Και γιατί θέλετε να γράψετε τα παιδιά στο σχολείο μας;» με ρωτάει στο τηλέφωνο η γραμματέας. Οσμίζομαι πως στην άλλη άκρη της γραμμής βρίσκεται ένα αντίγραφο πωλήτριας χαϊκλασάτης μπουτίκ, που αν δεν διαθέτεις φραγκάτο όνομα και τουπέ μεγατόνων σε πετάει έξω από την «παράγκα», όπως ακριβώς την Julia Roberts στο Pretty Woman. Διαισθάνομαι πως η αλήθεια μου, που έγκειται αποκλειστικά στην αναγκαιότητα του να γυρνάνε τα παιδιά στο σπίτι αργά το απόγευμα –ταϊσμένα, διαβασμένα και «φροντισμένα» με αγγλικά, γαλλικά, πιάνο, μπαλέτο και καράτε, γιατί δεν έχω ούτε ελεύθερο χρόνο ούτε ελεύθερους ανθρώπους– θα την κάνει να μου κλείσει μανιασμένα το τηλέφωνο στη μούρη. Αποφεύγω να της απαντήσω καταφέρνοντας να κλείσω το πολυπόθητο ραντεβού για ένα μήνα μετά: «Πιο πριν δεν μπορούμε, κυρία μου, έχουμε πολλά ραντεβού. Αρχές Μαρτίου μπορείτε;» Μπορώ. Βαδίζω στους καταπράσινους κήπους του εκπαιδευτηρίου των ονείρων μου με βήμα γοργό, μην και αργήσω στο ραντεβού και η wanna be director, που η καρέκλα της γραμματείας την κάνει να αισθάνεται τουλάχιστον ως μία εκ των ιδιοκτητών, σηκώσει φρύδι και με επιπληκτικό νεύμα μού δείξει, αντί για την πόρτα της διευθύντριας, εκείνη της εξόδου. Πού και πού κοντοστέκομαι. Στην πισίνα, στο γήπεδο του ποδοσφαίρου, στο τερέν του τένις, στην καντίνα-υπερπαραγωγή, ένα παιδί σε προαύλιο ξένο που θέλει να πιαστεί από τη φούστα της μαμάς του παρακαλώντας την να του αλλάξει σχολείο. Τινάζω από μέσα μου τις απλοϊκές αρχές μου, οπλίζομαι με τη σκέψη του «καλύτερου αύριο για τα δικά μου παιδιά» και θρονιάζομαι ανάμεσα σε δέκα μαμάδες που βρίσκονται εκεί για τον ίδιο ακριβώς λόγο: το καλύτερο μέλλον των δικών τους παιδιών.
Μόνο που το τελευταίο το αντιλαμβάνονται με έναν εκ διαμέτρου αντίθετο τρόπο από τον δικό μου: «Ξέρεις, αυτήν τη χρονιά, θα ζητήσω να βάλουν το παιδί στο τμήμα των… σταρ. Δεν είναι κι άσχημο να έχεις στα πάρτι σου μια ηθοποιό κι έναν τραγουδιστή», λέει η μία. «Εγώ, πάλι, προτιμώ να κάνει παρέα με τον γιο του υπουργού. Καταλαβαίνεις ποιον εννοώ. Ποτέ δεν ξέρεις τι μας ξημερώνει», κόβει η δεύτερη. «Η καλύτερη προοπτική για τα παιδιά είναι να μπουν στην κλίκα με τα παιδιά των εφοπλιστών. Αν μη τι άλλο, αύριο-μεθαύριο το ένα θα υποστηρίζει το άλλο», ράβει η τρίτη. Στην κουβέντα τους τρυπώνουν βίλες, σκάφη, ταξίδια, λούσα και μεγαλεία σε έναν τρελό αγώνα επιδειξιμανίας. Μεμιάς νιώθω σαν παιδί που περισσεύει. Παρείσακτη και αποσυνάγωγη ανάμεσα σε δέκα νεόπλουτες που ταΐζουν τα παιδιά τους χρήματα, ποτίζουν τα παιδιά τους χρήματα, ντύνουν τα παιδιά τους χρήματα, σπουδάζουν τα παιδιά τους χρήματα, ποντάρουν στα παιδιά τους χρήματα. Η επαφή μαζί τους με κάνει να αισθάνομαι σαν κι αυτές κατεδαφίζοντας μέσα μου κάθε έννοια ελευθερίας, απλότητας, ταπεινότητας. Σήμερα είμαι μία από αυτές. Μία ψυχωσική, μία ανόητη, που πιστεύει ότι το μέλλον των παιδιών της εξαγοράζεται με ένα «καλό» σχολείο, «ξεπουλιέται» σε μία επώνυμη παρέα, εξαργυρώνεται έναντι μερικών χιλιάδων ευρώ. Σήμερα, είμαι ίδια με αυτές. Μία κότα υστεροφημίας, έτοιμη να θυσιάσει τα παιδιά της στον βωμό των ψώνιων. Το μυαλό μου κατακλύζεται από  δεκάδες παραδείγματα παιδιών που τελείωσαν σχολεία χωρίς γαλαζοπράσινες πισίνες και πράσινα άλογα, καταφέρνοντας το ακατόρθωτο: την πρωτιά παντού και την ισορροπία στα πάντα.
Όπως η φίλη μου η Μαρία, που μπήκε πρώτη στη Φιλοσοφική σχολή Αθηνών και σήμερα διδάσκει στο Παρίσι, όπως ο γείτονάς μου ο Κώστας, που είναι ένας από τους καλύτερους παιδίατρους της Αθήνας, όπως ο πιτσιρικάς Δημήτρης Αλέτρας από το 10ο Γενικό Λύκειο Λάρισας, που αναδείχθηκε πρόσφατα χρυσός ολυμπιονίκης στην Εθνική Μαθηματική Ολυμπιάδα. Τέτοια παιδιά ονειρεύομαι κι αυτούς τους ενήλικες θαυμάζω. Τέτοια παιδιά θέλω να πλάσω κι αυτή η ενήλικη χαίρομαι να είμαι. Όλες εμείς οι μαμάδες που πασχίζουμε για το «καλύτερο» θα πρέπει να καταλάβουμε πως το καλύτερο των παιδιών μας, των παιδιών όλου των κόσμου, κρύβεται μέσα τους και πως εμείς οφείλουμε απλώς να το φέρουμε στην επιφάνεια όχι πληρώνοντας χαϊκλασάτα σχολεία, αλλά «κλέβοντας» και χαρίζοντάς τους χρόνο από τον δικό μας. Η ανέξοδη, αλλά ταυτόχρονα πανάκριβη ενασχόλησή μας μαζί τους είναι ο μόνος τρόπος για να τα δούμε έτσι όπως ακριβώς τα ονειρευόμαστε: ευτυχισμένα και επιτυχημένα σε όλα τους και, το κυριότερο, απαλλαγμένα από τα κόμπλεξ που μπορεί να τα φορτώσει ένα σχολείο, στο οποίο τους συμμαθητές τους δεν τους πηγαίνει στο σχολείο η μαμά αλλά ο σοφέρ, και που η «πισίνα είναι η προέκταση της μπανιέρας μας, χρυσή μου». Ναι. Το άκουσα κι αυτό και ανατρίχιασα. Όχι με την κυρία που το ξεστόμισε, αλλά με τη δική μου βλακεία που τόλμησα να μπω στον πειρασμό να κάνω την κόρη μου μία από αυτές: φαντασμένα κενή και αφάνταστα κούφια. Η αντιπαθητική γραμματέας έρχεται προς το μέρος μου και με ανασηκωμένο φρύδι με ενημερώνει ότι η διευθύντρια είναι έτοιμη να με δεχθεί. Ανασηκώνω το δικό μου ακόμη ψηλότερα και της λέω πως δεν ενδιαφέρομαι. Πως θα βρω καλύτερο σχολείο για τα δικά μου παιδιά. Πιο γήινο, πιο αληθινό, πιο ταπεινό, με προσιτούς ανθρώπους, αληθινούς γονείς και πολύχρωμα παιδιά χωρίς κολλαριστό μονόγραμμα στο πέτο και προπληρωμένο μέλλον. Άλλωστε όπως έλεγε και ο αγαπημένος μου Μαρκ Τουέιν «Ποτέ δεν επέτρεψα στο σχολείο να αναμειχθεί με την εκπαίδευσή μου…» 

5 Σχόλια

  1. Zoe 31 Μαρτίου, 2014
  2. katia 20 Μαρτίου, 2014
  3. Αννα 19 Μαρτίου, 2014
  4. Ιωάννα1971 18 Μαρτίου, 2014
  5. Στερ 18 Μαρτίου, 2014

Leave a Reply