ΑΣ ΜΗΝ ΤΟ ΖΗΣΕΙ ΚΑΝΕΙΣ…

Μια μαμά, η Μ.Π., επιτυχημένη συγγραφέας σήμερα, αφηγείται στην Πελιώ Παπαδιά την εμπειρία της. Μια εμπειρία που εύχεται να μη ζήσει ποτέ πια κανείς… Πριν από σχεδόν 30 χρόνια ο γιος της παραλίγο να χάσει τη ζωή του σε τροχαίο με το αυτοκίνητο που εκτελούσε χρέη σχολικού. Εκείνος σώθηκε, ένα άλλο κοριτσάκι όχι…
Έκανα την πρώτη εφοδεία στο σχολείο, μια επίσκεψη, δηλαδή, χωρίς προειδοποίηση. Τα βρήκα όλα φυσιολογικά, γνώρισα και την καλύτερη φίλη του γιου μου, την Ελενίτσα. Ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, ένα χρόνο σχεδόν μεγαλύτερη από τον δικό μου, που τότε ήταν τεσσάρων. Όπως μου είχε πει, τον βοηθούσε όποτε χρειαζόταν γιατί ήταν μικρός ακόμα, αλλά καλό παιδάκι. Ήμουνα ήσυχη. Το μόνο που με απασχολούσε ήταν η καθημερινή άρνηση του μικρού να μπει στο μικρό, κόκκινο και ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητο, που χρησιμοποιούσε ως παιδικός σταθμός ως σχολικό, που τον έπαιρνε το πρωί και τον έφερνε το μεσημέρι. «Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, εσύ είσαι ο μόνος που κυκλοφορείς με κόκκινο σχολικό αυτοκίνητο» και άλλα τέτοια έλεγα, προσπαθώντας να ξεπεράσω την άρνησή του και τα κλάματα που τα είχε έτοιμα, αλλά μόνο γι’ αυτή την περίπτωση.
Πέρασε περίπου ένας μήνας. Την είχα κοπανήσει από το γραφείο και ήμουνα στο σπίτι. Είχα πιάσει την κουβέντα στο τηλέφωνο με τη μητέρα μου και της έλεγα ότι είχε φτάσει με το ταχυδρομείο η πρώτη επιστολή που απευθυνόταν στον εγγονό της, απάντηση στο κουπόνι μιας γκοφρέτας. Ξαφνικά είδα μέσα από την κουρτίνα τη δασκάλα του γιου μου να βγαίνει από ταξί. Πήγα στην πόρτα έκπληκτη κι άνοιξα. Σίγουρα ήταν μετά τις 12 το μεσημέρι, ίσως κι αργότερα. Μπήκε η δασκάλα, μια συμπαθέστατη κοπέλα. «Ξέρετε», μου είπε, «έγινε ένα τροχαίο κι ο Χρήστος βρίσκεται στο νοσοκομείο των Παίδων. Πρέπει να πάτε». Έχουν περάσει πολλά χρόνια. Ακόμα θυμάμαι όσα ήθελα να ρωτήσω και δεν τολμούσα να εκφράσω με λόγια. Μήπως με προετοίμαζε για κάτι χειρότερο; «Ο γιος μου εάν κλάψει χρειάζεται γάλα με μπιμπερό», ψέλλισα. «Πάρτε τα αναγκαία, το παιδί είναι καλά. Έχει σοκαριστεί από το ατύχημα όμως».
Έπιασα σακούλα κι άρχισα να ρίχνω μέσα τα απαραίτητα: το μαξιλάρι του, μπιμπερό, κονσέρβα με γάλα, νερό, ζάχαρη, ανοιχτήρι για την κονσέρβα. Πάνω που είχα φορέσει παπούτσια, χτύπησε το τηλέφωνο. Η καλή μου φίλη η Βούλα, που με αποκάλεσε κοπανατζού. «Βρες τον άντρα μου. Δεν μπορώ να θυμηθώ το τηλέφωνό του», της απάντησα. «Ο μικρός βρίσκεται στων Παίδων και τρέχω». Σαν την τρελή έτρεχα στο δρόμο. Έφτασα στη λεωφόρο, βρήκα ταξί. Η δασκάλα που με ακολουθούσε, δεν ήρθε μαζί μου. Άλλη μια αιτία να αγχωθώ. Για ποιο λόγο δεν ήθελε να δει το παιδί; Ο ταξιτζής με άφησε μπροστά στο «Αγλαΐα Κυριακού», που δεν εφημέρευε. Με την ψυχή στο στόμα μπήκα στην «Αγία Σοφία». Ούτε ξέρω πώς, ρώτησα πού βρισκόταν, μου ζητούσαν το βιβλιάριο υγείας του. Συγκρατήθηκα και δεν τους διαολόστειλα, το παιδί μου έπρεπε να δω. Μ’ έστειλαν σε όροφο, ούτε θυμάμαι πού και τι, ούτε θυμάμαι εάν ήμουνα με κάποια συντροφιά. Μπήκα σε κάποιο χώρο, τον πήρε το μάτι μου στο βάθος κι αναστέναξα με ανακούφιση. Σε θάλαμο ήταν, το δεξί χεράκι σε νάρθηκα, αλλά κοιμόταν σε κρεβάτι με κάγκελα. Πλησίασα αθόρυβα κι ο μικρός ξύπνησε. Προφανώς λαγοκοιμόταν και με μύρισε. Πετάχτηκε αμέσως πάνω, τον έπιασα. Πιο σφιχτή αγκαλιά δε μου έκανε ποτέ άλλοτε. Το μόνο που μου έλεγε ήταν «Μαμά μου», το μόνο που απαντούσα ήταν «Παιδί μου»…
Συγγενείς, φίλοι και γνωστοί, όλοι όσοι το έμαθαν εμφανίστηκαν αμέσως στο νοσοκομείο. Τις ειδήσεις τις μάθαινα σταδιακά επί ένα χρόνο. Η πιο σημαντική, το έγκλημα, ήταν ότι η φίλη του γιού μου, η Ελενίτσα σκοτώθηκε επί τόπου. Το τρακάρισμα έγινε εμπρός αριστερά, το κοριτσάκι καθόταν πίσω δεξιά. Ήταν το μονάκριβο παιδί ενός γιατρού και μιας συμπαθέστατης κυρίας που ήρθε και με βρήκε μήνες μετά στο σπίτι μου. Ο παιδικός σταθμός δεν είχε άδεια. Σχολικό αυτοκίνητο δεν υπήρχε. Το αυτοκίνητο με το οποίο έγινε το δυστύχημα, το κόκκινο, το οδηγούσε ένας υπάλληλος, με κάποιο επιμίσθιο. Εκείνος έβγαλε τα παιδιά από το αυτοκίνητο, φοβήθηκε για πυρκαγιά. Την ημέρα του τροχαίου ήταν τρία παιδάκια στο πίσω κάθισμα. Τις προηγούμενες μέρες όμως στριμώχνονταν τουλάχιστον έξι παιδάκια. Γι’ αυτό και η άρνηση του Χρήστου να μπει στο σχολικό. Γι’ αυτό και τη γλίτωσε με ράγισμα στο χέρι, ένα ράμμα στο φρύδι του και κάποιες μελανιές. Καθόταν στην άκρη του καθίσματος, πιανόταν από τα δύο μπροστινά καθίσματα και παρακολουθούσε την οδήγηση. Η γαλλίδα ιδιοκτήτρια του παιδικού σταθμού, σύζυγος παιδιάτρου, δεν ξέρω τι απέγινε. Η συμπαθέστατη δασκάλα του Χρήστου είχε συνεταιριστεί με την επιχείρηση. Με το περιστατικό διέλυσε το συνεταιρισμό. Οι γονείς της Ελενίτσας ζούσαν στο Μαρούσι. Αργότερα απέκτησαν άλλο κοριτσάκι. Το θάνατο της Ελενίτσας τον έμαθα πολύ αργότερα. Μου το έκρυψαν οι δικοί μου. Ίσως και να έκαναν καλά, σε τέτοιο χάλι ήμουνα για πολύν καιρό. Παρόλο που είμαι εξαιρετικά ευαίσθητη σε όλα τα θέματα των παιδιών, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσα ν’ ανταποκριθώ. Ένιωθα τα χέρια μου δεμένα. Ήταν το παιδί μου στη μέση, δε γινόταν να κάνω το οτιδήποτε. Η αντίδρασή μου σαφώς ήταν αντίθετη με τη συνηθισμένη. Όποτε το σκεφτόμουνα, μούδιαζα ολόκληρη. Ηρεμιστικά δεν πήρα, παρά τις συστάσεις των γιατρών. Πήγαινα στο δωμάτιο του Χρήστου και τον παρακολουθούσα που κοιμόταν. Για ένα δίμηνο περίπου δεν πήγα στο γραφείο, έμεινα στο σπίτι με το παιδί. Ο μικρός με το φανελάκι και μισοφορεμένο πουκάμισο κλώτσαγε μια μπάλα στον μικρό μας κήπο κι εγώ τουρτούριζα από το κρύο κι έψαχνα τον ήλιο. Είχα και πολιτικό μέσον τότε, που είχε τη δύναμη να τους διαλύσει κυριολεκτικά. Όλοι σ’ εμένα άφησαν την υπόθεση. Κι εγώ δε γινόταν να κάνω κάτι. Ήρθε και με βρήκε ο οδηγός του “σχολικού”. Ήρθε και η μητέρα της Ελενίτσας. Μου μίλησε για τις παρανομίες. Ήμουνα τυχερή, επειδή εκείνη την ημέρα ο άντρας μου είχε πάρει τον Χρήστο βόλτα… Δεν άντεχα να δει η μάνα αυτή το δικό μου μοσχαναθρεμμένο παιδί. Ποια ήταν η διαφορά μας; Γιατί το δικό της κι όχι το δικό μου;
Στο σπίτι μας μάθαμε να μην αναφέρουμε τίποτα που να θυμίζει αυτό το περιστατικό. Στον Χρήστο μίλησα για το θάνατο της Ελενίτσας όταν επρόκειτο να πάει στο στρατό. Δε θυμόταν τίποτα, φαίνεται ότι τα απώθησε όλα. Σημειώνω, όμως, ότι ο γιος μου, στα 34 του, δεν οδηγεί. Μπορεί να απώθησε το συμβάν, αλλά η εντύπωση έμεινε. Όμως, το «ένα παιδί» με έτρωγε αρκετόν καιρό. Επί μήνες δεν μπορούσα να συλλάβω, τα κατάφερα στις 17 Σεπτεμβρίου 1983. Εκείνη την ημέρα ο Χρήστος πήγε στο κανονικό νηπιαγωγείο χωρίς κλάματα. Ο ιδιοκτήτης του ιδιωτικού σχολείου που τον έστειλα, αντιμετώπισε το πρόβλημά μου με κατανόηση. Χωρίς να ζητήσω κάτι, μόνος του φρόντισε ώστε ο γιος μου κι αργότερα η κόρη μου να κυκλοφορούν με σχολικά ιδιοκτησίας του σχολείου κι όχι με πούλμαν. Η κόρη μου, παρόλο που τη γέννησα στα 39 μου, βγήκε ένα υπέροχο πλάσμα. Γεννημένη στις 9 Ιουνίου 1984, πήγε στο βρεφονηπιακό σταθμό την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου. Σήμερα είναι η καλύτερή μου φίλη. Πολύ ανακατεμένα τα γεγονότα, οι σκέψεις μου και τα συναισθήματά μου μου. Στα 66 μου θεωρώ ότι είναι το μοναδικό γεγονός που με έχει σφραγίσει. Τριάντα χρόνια μετά η συγκινησιακή φόρτιση είναι τεράστια…

Leave a Reply