ΠΑΧΥΣΑΡΚΑ ΑΠΟ… ΤΗ ΜΗΤΡΑ

Η παιδική παχυσαρκία παρουσιάζει στις μέρες μας αλματώδη ανάπτυξη σε παγκόσμια κλίμακα.

Όσον αφορά τη χώρα μας, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες που έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων σε συνεργασία με το πρόγραμμα ΕΥ ΖΗΝ, το 1 στα 3 ελληνόπουλα είναι υπέρβαρο ή παχύσαρκο. Αντίστοιχα, στις ΗΠΑ, στις ηλικίες από 6 έως 11 ετών, η παχυσαρκία μέσα στα τελευταία 30 χρόνια σκαρφάλωσε από το 7 στο 18%. Τα αίτια, ωστόσο, του φαινομένου καθώς και η σχέση τους με την εμφάνιση της παχυσαρκίας από πρώιμη ηλικία δεν έχουν γίνει ακόμη πλήρως κατανοητά.

Πάντως, οι ιθύνοντες του προγράμματος ΕΥ ΖΗΝ μάς ενημερώνουν ότι ιατρικές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια εστιάζουν στην ύπαρξη συγκεκριμένων παραγόντων, που φαίνεται να είναι συνυπαίτιοι στην εμφάνιση της παχυσαρκίας στα παιδιά και σχετίζονται με τη μητέρα και την κύηση.

Ας εξετάσουμε, λοιπόν, μια πρόσφατη και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μελέτη (Modifiable early-life risk factors for childhood adiposity and overweight: an analysis of their combined impact and potential for prevention) που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό American Journal of Clinical Nutrition τον περασμένο Δεκέμβριο. Στη μελέτη συμμετείχαν περισσότερα από 900 παιδιά και οι μητέρες τους, που εξετάστηκαν προοπτικά σε σχέση με την ύπαρξη ορισμένων παραγόντων κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης και του θηλασμού, οι οποίοι έχουν κατηγορηθεί για την εμφάνιση παχυσαρκίας στη μετέπειτα ζωή του παιδιού.

Συγκεκριμένα, αξιολογήθηκαν 5 παράγοντες και η συσχέτισή τους με το σωματικό βάρος και τη σύσταση σώματος των παιδιών, όταν αυτά ήταν 4 και 6 ετών. Οι παράγοντες που εξετάστηκαν αρχικά στις μητέρες ήταν οι ακόλουθοι:

  • Η μικρή διάρκεια θηλασμού (< από 1 μήνα)
  • Η παχυσαρκία προ εγκυμοσύνης (Δείκτης Μάζας Σώματος> 30)
  • Η υπερβολική αύξηση του σωματικού βάρους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης
  • Το κάπνισμα κατά την περίοδο εγκυμοσύνης και
  • Τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D.

Αρχικά και με βάση τις μετρήσεις στις μητέρες, ανάμεσα στα 900 συμμετέχοντα παιδιά, το 15% δεν εμφάνιζε κανέναν παράγοντα κινδύνου, το 33% έναν, το 30% δύο, το 16% τρεις και το 6% τέσσερις ή και πέντε. Όταν έφτασαν 4 ετών, τα παιδιά που συγκέντρωναν τέσσερις ή και πέντε από τους προαναφερθέντες παράγοντες παρουσίαζαν τετραπλάσιο κίνδυνο να είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα, σε σύγκριση με τα παιδιά που δεν είχαν κανέναν. Επιπρόσθετα, αποδείχτηκε ότι είχαν και κατά 19% αυξημένα ποσοστά λίπους. Δύο χρόνια αργότερα, σε ηλικία δηλαδή 6 ετών, για τα παιδιά αυτά που συγκέντρωναν τους περισσότερους παράγοντες κινδύνου, ο κίνδυνος να είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα ήταν ακόμα πιο μεγάλος, περισσότερο από 4,5 φορές, ενώ η λιπώδης μάζα τους βρέθηκε να είναι κατά 47% υψηλότερη, σε σύγκριση πάλι με τα παιδιά που δεν είχαν κανέναν παράγοντα κινδύνου. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι αυτές οι διαφορές ήταν ανεξάρτητες από την ποιότητα της δίαιτάς τους, αλλά και από τα επίπεδα της σωματικής τους δραστηριότητας.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τον επικεφαλής της μελέτης, τα πρώτα στάδια της ζωής ενός ατόμου, ακόμα και ως εμβρύου, είναι ιδιαιτέρως σημαντικά για τη μελλοντική αύξηση του σωματικού βάρους του. Φυσικά, εξίσου σημαντικά είναι και τα 2-3 πρώτα έτη της ζωής μετά τη γέννησή του, κατά τα οποία ουσιαστικά «ρυθμίζεται» το αίσθημα της όρεξης, καθώς και η διατήρηση της ενεργειακής ισορροπίας. Και οι δύο μηχανισμοί είναι θεμέλιοι για την εύρυθμη λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού. Αντιθέτως, στις περιπτώσεις διαταραχών τους, οι συνέπειες μπορεί να είναι μακροπρόθεσμες και σοβαρές για την υγεία, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα την εμφάνιση παχυσαρκίας και διαβήτη τύπου ΙΙ.

Παρόλο που η σημασία της έγκαιρης πρόληψης είναι πλέον αποδεδειγμένη, οι περισσότερες έρευνες για την παχυσαρκία μέχρι σήμερα εστιάζουν στα παιδιά που πηγαίνουν στο σχολείο και στον τρόπο ζωής τους. Από τα δεδομένα της παρούσας μελέτης, ωστόσο, είναι ξεκάθαρο ότι οι παρεμβάσεις για την πρόληψη του φαινομένου πρέπει να ξεκινούν από πολύ νωρίτερα, ακόμα και πριν από τη σύλληψη και πάντως σίγουρα κατά την περίοδο της κύησης. Η διατήρηση ενός υγιούς σωματικού βάρους προ και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η αποφυγή του καπνίσματος για τις μέλλουσες μητέρες, ο έλεγχος των επιπέδων της βιταμίνης D και ο θηλασμός ίσως και να είναι τα σημεία-κλειδιά.

Με άλλα λόγια, σταδιακά αναδεικνύεται ο καίριος ρόλος της διατροφής της εγκυμονούσας μητέρας και του τρόπου ζωής της εν γένει στην ανάπτυξη αλλά και στη διαμόρφωση της σύστασης του σώματος που θα έχει το παιδί της στο μέλλον. Η έγκαιρη αναγνώριση και αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου πιθανώς ακόμα και πριν από την τεκνοποίηση, μπορούν να αποτελέσουν ένα χρήσιμο εφόδιο για τον σχεδιασμό πολιτικών πρόληψης και αντιμετώπισης της παιδικής παχυσαρκίας.

Leave a Reply