ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΧΡΥΣΟ ΚΟΥΤΙ

Πέρα μακριά, στην άκρια του κόσμου, μια μέρα φθινοπωρινή που η βροχή μούσκευε τα πάντα, ένα μικρό μικρό παιδί αποφάσισε, δεν ξέρω πώς… δεν ξέρω γιατί, να ανοίξει την αυλόπορτα στο μικρό μικρό του σπίτι και να ταξιδέψει. Γλίστρησε αθόρυβα και τρύπωσε στο δάσος που απλωνόταν λίγα μέτρα μακριά. Οουουου! Τι όμορφο που ήταν το δάσος όταν έβρεχε! Τα πάντα γυάλιζαν χαρούμενα και ήταν τόσο ήσυχα καθώς περπατούσε πάνω στα βρεγμένα φύλλα των δέντρων σαν να πατούσε πάνω στο πιο ακριβό χαλί. Μύριζε όμορφα το νοτισμένο χώμα και τα πουλιά γουγούτιζαν ευχαριστημένα.
Το παιδάκι ξεχάστηκε. Συνέχισε να περπατά, να χαίρεται με τους μικρούς κοκκινολαίμηδες, να αφουγκράζεται τα ζωάκια που έτρεχαν σαν ξωτικά ανάμεσα στα δέντρα –ή μήπως ήταν ξωτικά;– που στο τέλος περπατούσε χωρίς να νοιάζεται πού πηγαίνει. Ναι… αλλά… Θα έβρισκε το δρόμο να γυρίσει;
Κι αληθινά! Στο τέλος χάθηκε ολότελα! Μπερδεύτηκαν τόσο τα βήματά του, που δεν ήξερε προς τα πού έπρεπε να πάει. Χάθηκε το μικρό μονοπάτι, χάθηκαν τα πουλάκια που το ξεμυάλισαν, χάθηκαν και τα ζωάκια – ή μήπως ήταν ξωτικά;
Το παιδί άρχισε να φοβάται: μεγάλες σκιές χόρευαν μπροστά του, καθώς ο αέρας μέσα στα κλαδιά  έκανε τα φύλλα να μουρμουρίζουν με ψίθυρο τρομακτικό. Οι φωνές του δάσους γίνηκαν παράξενες. Ήταν οι λύκοι που τραγουδούσαν καθώς σουρούπωνε και το φεγγάρι πήρε να αχνοφέγγει ανάμεσα στα μαύρα δέντρα. Ήταν οι κουκουβάγιες και τ’ άλλα νυχτοπούλια που έκρωζαν και γέμιζαν την ψυχή του φόβο. Θυμήθηκε όλες τις ιστορίες τις παλιές: για μάγισσες που παράσερναν τα παιδιά στο δάσος. Για άγριους γίγαντες και δράκους. Για νάνους κακούς και πειραχτήρια ξωτικά…
Αχ! Πώς να γυρίσει πίσω; Τι να κάνει; Τότε θυμήθηκε ένα παλιό τραγούδι που του έλεγε η μάνα του…
Άμα φωλιάσει ο τρόμος στην καρδιά
όλα ένα γύρω θα γενούνε σκοτεινά
το μονοπάτι θα κρυφτεί μες στο κακό…
και θα το χάσεις!
Μ’ αν τραγουδήσεις τραγούδι αληθινό
κι αν η ψυχή σου αγαπήσει το καλό
τότε θα διώξεις μακριά κάθε κακό…
και θα φανεί το μονοπάτι στο λεπτό!

Το παιδί πήρε κουράγιο. Άρχισε δειλά να τραγουδά, ίσα για να παρηγοριέται, μα σιγά σιγά η ίδια του η φωνή του ’δωσε κουράγιο, ώσπου ξεχάστηκε και γαλήνεψε η ψυχή του. Και τότε ακούστηκε ένας ήχος κρυστάλλινος και ένιωσε πως με το πόδι του κάτι είχε κλοτσήσει. Μα… πράγματι! Λίγα βήματα πιο πέρα το είδε! Ήταν πανέμορφο, λαμπερό και φώτιζε τα σκοτάδια.Το πήρε στα χέρια του και το ένιωσε, ζεστό και προστατευτικό, σαν να βρέθηκε εκεί για να το παρηγορήσει, να του δείξει το δρόμο. Αλλά… τι θα άνοιγε με αυτό το κλειδί; Πώς θα το βοηθούσε; Πώς θα φώτιζε το σκοτάδι του φοβερού δάσους;
Και τότε είδε ένα θεόρατο δέντρο. Είχε μια κουφάλα που έμοιαζε με την είσοδο σπηλιάς κι όταν το παιδί κρυφοκοίταξε είδε πως το δάπεδο μέσα έμοιαζε πολύ φιλόξενο: πολύχρωμα φθινοπωρινά φύλλα το σκέπαζαν και το έκαναν να δείχνει σαν αναπαυτικό κρεβάτι. Έδειχνε σαν να το καλωσόριζε για να ξεκουραστεί. Κι έτσι, το παιδάκι αναστέναξε με ανακούφιση, γλίστρησε κάτω από το ζεστό στρώμα των φύλλων και αποκοιμήθηκε.
Ξύπνησε από κάτι που το γαργάλαγε στο πόδι κι από μια αχτίδα του ήλιου που χάιδευε το μάγουλό του. Μια χελώνα έπαιζε με το πόδι του, κι όταν το παιδί ανασηκώθηκε για να τη δει, παρατήρησε πως κάτι έλαμπε πίσω από το καβούκι της. Καθώς έσκυψε να δει, η χελώνα τραβήχτηκε και πίσω της έλαμψε ένα χρυσό κουτί, σαν μικρό μπαούλο.
Το παιδί ξετρύπωσε από το καταφύγιό του, έβαλε το κουτί μπροστά του και παρατήρησε την κλειδωνιά του. Τότε, δοκίμασε το κλειδάκι που όλο το βράδυ κρατούσε φυλαγμένο μέσα στο χέρι του.Ακούστηκε ένας μικρός ήχος και το κουτί άνοιξε…Και τότε βγήκαν από μέσα…Να το πω; Να μην το πω; Να το πω; Ας το πω! Εκατοντάδες… Χιλιάδες… Μύθια, Μύθια, Παραμύθια… Σαν κουκιά και σαν ρεβίθια!
Να τα πω; Να μην τα πω; Να τα πω; Ε! Αυτά θα σας τα λέω σιγά σιγά!

Απόδοση – διασκευή από ένα παραμύθι των αδερφών Γκριμ: Σάσα Βούλγαρη

Leave a Reply