ΕΝΑ ΚΕΡΙ ΠΟΥ ΛΑΜΠΕΙ 200 ΧΡΟΝΙΑ

Ένα πολύτιμο δώρο μάς δόθηκε, με καθυστέρηση διακοσίων χρόνων. Λίγο πριν από τις γιορτές ανακαλύφθηκε ένα ακόμα παραμύθι του συγγραφέα, ο οποίος έχει συνδεθεί όσο κανένας με τους χειμώνες των παιδικών χρόνων, του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Το χειρόγραφο εντοπίστηκε στα Ιστορικά Αρχεία του νησιού Φούνεν και οι ειδικοί, αφού το εξέτασαν προσεκτικά, αποφάνθηκαν πως πρόκειται για το πρώτο παραμύθι που έγραψε ο Άντερσεν σε ηλικία μόλις 16 ετών. Καμιά αμφιβολία δεν είχαν οι αυθεντίες στο έργο του μεγάλου Άντερσεν πως πρόκειται για δικό του έργο κι ας μη βρέθηκε το αυθεντικό χειρόγραφο, αλλά ένα αντίγραφο. «Ο ίδιος μοραλισμός, ο ίδιος τρόπος γραψίματος», είπαν. Και οι ίδιες εμμονές: κάτι αγνό, λευκό σαν το χιόνι στη χώρα της Βασίλισσας του Χιονιού, φλογίτσες που λάμπουν και ζεσταίνουν σαν αυτές που άναψε το Κοριτσάκι με τα σπίρτα–για να αναφέρουμε δύο από τα πιο γνωστά του παραμύθια. Τίτλος του Το κερί:

«Κόχλαζε και τσιτσίριζε την ώρα που έβγαινε από το καζάνι για να μπει στο καλούπι. Αυτό το καλούπι ήταν το λίκνο του κεριού. Από αυτό το λίκνο αναδύθηκε τόσο τέλειο στην εμφάνιση, τόσο αστραφτερά λευκό, που όλοι όσοι το έβλεπαν σκέφτονταν πως θα έχει ένα μέλλον λαμπρό. Το κερί αυτήν την προσδοκία, την οποία δημιουργούσε σε όλους, την έβλεπε σαν μιαν υπόσχεση που του είχε δοθεί και είχε δώσει και που έπρεπε να πραγματοποιήσει. [Ένα προβατάκι, μια πανέμορφη προβατίνα, ήταν η μαμά του και το καζάνι ο μπαμπάς του.] Από τη μαμά του είχε κληρονομήσει το αστραφτερά λευκό σώμα του και μια αμυδρή ιδέα για το πώς ήταν η αληθινή ζωή· από τον μπαμπά του, τη λαχτάρα για τη φλόγα που θα διέτρεχε όλο του το κορμί και θα του εξασφάλιζε αυτό το απαστράπτον μέλλον. Ναι, με αυτήν την κληρονομιά γεννήθηκε, με αυτές τις προσδοκίες μεγάλωσε και έτσι βγήκε στη ζωή. Εκεί συνάντησε και άλλα πλάσματα, παράξενα, με τα οποία ήθελε πολύ να έρθει κοντά – για να γνωρίσει τη ζωή, αλλά ελπίζοντας πως έτσι θα ανακάλυπτε και τη δική του θέση στον κόσμο.
Η εμπιστοσύνη, όμως, που είχε στους γύρω του ήταν υπερβολική. Γιατί οι άλλοι νοιάζονταν μόνο για τον εαυτό τους, καθόλου για το κερί. Δεν καταλάβαιναν για ποιο λόγο είχε πλαστεί και το χρησιμοποιούσαν μόνο για τους δικούς τους σκοπούς. Το άρπαζαν και με τα βρόμικα δάχτυλά τους το γέμιζαν μουντζούρες – κάθε φορά και περισσότερες μουντζούρες μέχρι που το άσπρο χρώμα της αγνότητας εξαφανίστηκε, καλύφθηκε εντελώς από τη βρομιά του κόσμου γύρω. Τόσο πολλά χέρια το έσφιξαν –πολύ περισσότερα από όσα μπορούσε να αντέξει– που, από ένα σημείο και πέρα, δεν ξεχώριζε ούτε το ίδιο το βρόμικο από το καθαρό… Μέσα του όμως παρέμενε κατάλευκο και αγνό.
Οι ψεύτικοι φίλοι του θύμωσαν που δεν μπορούσαν να το αγγίξουν σε βάθος και το πέταξαν σαν κάτι εντελώς άχρηστο. Και όσα καλά πλάσματα το έβλεπαν φοβούνταν να το πλησιάσουν. Αντικρίζοντας όλη αυτήν τη μαυρίλα στην επιφάνειά του, ανησυχούσαν μήπως τα λερώσει και εκείνα. Έτσι το κερί εγκαταλείφθηκε ολομόναχο. Δεν ήξερε τι να κάνει. Έβλεπε πως τα καλά πλάσματα το απέφευγαν και αποφάσισε ότι δεν ήταν παρά ένα άχρηστο αντικείμενο που μόνο να λερώνει και τον εαυτό του και όποιον ερχόταν κοντά του μπορούσε. Ήταν πολύ δυστυχισμένο που δεν είχε καταφέρει να κάνει κάτι για να εκπληρώσει όλες αυτές τις προσδοκίες που γεννήθηκαν μαζί του και που είχε αμαυρώσει ό,τι καλύτερο διέθετε. Δεν ήξερε πια ούτε αν είχε νόημα που πλάστηκε, ούτε αν υπήρχε κανένας λόγος να συνεχίσει να βρίσκεται πάνω στη Γη όπου μπορεί να έκανε κακό και σε άλλους. Σκεφτόταν, σκεφτόταν, αλλά όσο περισσότερο σκεφτόταν, τόσο μεγάλωνε η απογοήτευσή του. Ήταν σαν όλη αυτή η μαυρίλα στην επιφάνειά του να είχε γίνει ένα πέπλο που του σκέπαζε και τα μάτια. Τότε συνάντησε μια φλόγα. Ένας αναπτήρας, που μάλλον γνώριζε το κερί καλύτερα από όσο ήξερε εκείνο τον εαυτό του, είδε πέρα από τη μαύρη επιφάνεια, διέκρινε πως μέσα του ήταν καλό και το πλησίασε. Ελπίδες φούντωσαν, η καρδιά του κεριού ζεστάθηκε, άρχισε να λιώνει.
Μια φλόγα πετάχτηκε από μέσα του και έλαμψε κι ο κόσμος του. Όλα φωτίστηκαν, με τη βοήθεια πάντα του αναπτήρα, και μαζί και οι δρόμοι για να το βρουν οι αληθινοί φίλοι του που διέκριναν πια τι πραγματικά ήταν το κερί. Το πήραν κοντά τους και με το δικό του φως ανακάλυψαν και εκείνοι την αλήθεια γύρω τους. Το κερί είχε ένα κορμί αρκετά δυνατό για να κρατήσει τη φλόγα αναμμένη. Σταγόνες ξεχύνονταν από κάθε πλευρά του σώματός του, η μία μετά την άλλη, σαν τους σπόρους από τους οποίους ξεπηδά μια καινούργια ζωή, το τύλιγαν, κάλυπταν όλη τη βρομιά του παρελθόντος. Δεν ήταν όμως μόνο από το σώμα του που φτιάχνονταν αυτές οι σταγόνες. Ανέβλυζαν από βαθιά μέσα του, από την ψυχή του. Έτσι το κερί βρήκε τη θέση του στον κόσμο και απέδειξε πως ήταν ένα αληθινό κερί το οποίο θα έλαμπε πολύ καιρό προσφέροντας χαρά και στον εαυτό του και στους φίλους του».

Leave a Reply