ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΥΓΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό
Ήτανε… τι ήτανε;
Να σας πω τι ήτανε!
Ήτανε μια… Μύγα!
Μια Μύγα Τουρτούρα, Τουρτούρα, Κρυουλιάρα!
Η Μύγα τουρτούριζε και κρύωνε πολύ κι είπε να φτιάξει έναν πύργο μέσα για να μπει, κι έπειτα φίλους να καλέσει και να κάνει μια γιορτή!
Μάζεψε ξυλαράκια, φυλλαράκια, πουπουλάκια, ό,τι μπόρεσε να βρει μέσα στο δάσος, κι άρχισε να στήνει τον πύργο της! Τον έκανε αψηλό, πολύ ψηλό, πάρα πάρα πολύ ψηλό… αλλά μέχρις εκεί που μπορεί να κάνει αψηλό πύργο μια… Μύγα!
Έβαλε τα καλά της, έβαλε τα χρυσά της, και δεν περίμενε πολύ: ακούστηκε στο δάσος όλο πως η Μύγα θα κάνει γιορτή και θέλησαν να μαζευτούν όλοι εκεί!
Πρώτα ήρθε η Ψείρα, η Ψείρα η Φουρφουριστή! «Να μπω μέσα στον Πύργο; Να μπω στον Αψηλό;» «Και βέβαια να μπεις!», είπε η Μύγα, η Μύγα η Τουρτούρα.
Καλοβολευτήκανε και καλοζεσταθήκανε, μα δεν επέρασε ώρα πολλή κι ακούστηκε μια όμορφη, τραγουδιστή φωνή: ήτανε ο Κούνουπας ο Μακρυποδαράτος!
«Μμμ! Μμμπορωωώ κι εγωωώ στον Πύργοοο σας να μμμπωωώ; Θα πω τραγούδι διαλεχτοοό! Και στη γιορτή σας θα χαρωωώ!»
Ε! Τον εβάλανε μέσα και τον Κούνουπα τον Μακρυποδαράτο, κι άρχισε το γλέντι, το τραγούδι κι ο χορός! Κι όπως είχε πόδια μακριά ο Κούνουπας έκανε τον πιο τρελό χορό! Μα δεν εκάθησαν ήσυχοι πολλή ώρα, όταν ξανακούστηκε χτύπημα στου πύργου την πόρτα! Ήταν μια κυρά με ρούχο διαλεχτό, με μάτια σμαραγδένια και φόρεμα φολιδωτό! Ήτανε, ποια ήτανε… Ήτανε η Σαύρα η Σουρσούρα! Κρατούσε από σόι πριγκιπικό και δεν έλεγε όχι ποτέ σε έναν διαλεχτό χορό!
Μπήκε στον πύργο αστραποβολώντας με το κεντημένο της ρούχο και το λικνιστικό της βάδισμα, και όλοι θαύμασαν που είχε η Μύγα τέτοιες διαλεχτές φιλίες!
Γλεντήσανε, χορέψανε, γελάσανε… μα δεν επέρασε ώρα πολλή κι ακούστηκε κι άλλη φωνή μέσα στου δάσους τη σιωπή. Εκείνη την ώρα η Μύγα αέριζε τα πέπλα των φτερών της, ο Κούνουπας ξεκούραζε τη φωνή και τα αψηλά του τα ποδάρια και η Ψείρα δοκίμαζε ένα ζαχαρωτό ενώ η Σαύρα η Σουρσούρα της μάθαινε πώς να μαγνητίζει με το βλέμμα, αλλά… χωρίς σπουδαία αποτελέσματα από την πλευρά της Ψείρας!
Τούτη τη φορά ήρθε ο κυρ Πόντικας ο Τζιτζιφιόγκος! Μεγάλος άρχοντας του δάσους που δεν έχανε ευκαιρία για γιορτή! Είχε μάλιστα φορέσει τον κόκκινο μεταξωτό του φιόγκο, ειδικά για την περίσταση!
Τώρα το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά! Τραγουδάγαν δυνατά, χοροπηδούσαν χορεύοντας με όλη τους την καρδιά, έλεγαν αστεία και χωρατά κι όλα θα ήταν μια χαρά αν…
Αν δεν ακουγόταν μια φωνή κάπως διαφορετική. Γλυκιά, ύπουλη και… μουλωχτή…
«Ε! Εσείς! Από τον Πύργο! Τον Πύργο τον Ψηλό! Να μπω μέσα, σας παρακαλώ; Να μπω μέσα κι εγώ;»
Αχ, η φωνή ήταν γλυκιά, μα ήταν και απατηλή, ήταν –θα μπορούσαμε να πούμε– παραπλανητική. Γιατί αυτή που μίλαγε ήταν η Αλεπού! Η Πονηρή! Αυτή με την Κόκκινη Ουρά που δεν άφηνε κανέναν σε χλωρό κλαρί.
«Αχ, κυρα-Αλεπού! Δεν χωράς! Δεν έχεις πού αλλού να πας;» είπαν τα ζώα με μια φωνή. Αλλά αυτή η πονηρή, δίνει μια σπρωξιά και μπαίνει στη στιγμή.
«Όπου θέλω εγώ να μπω, τότε πάντοτε χωρώ!» είπε αγενέστατα, και βολεύτηκε καλά καλά, παρόλο που μέσα στον πύργο ήταν πια ασφυκτικά!
Αααχ, κινδύνευε έτσι κι αλλιώς να καταστραφεί η γιορτή, όταν την αποτέλειωσε του Λύκου η φωνή: «Ποιος! Ποιος! Ποιος είναι εδώ; Ποιος γιορτούλα κάνει στον Πύργο τον Ψηλό; Θέλω κι εγώ να μπω!»
«Α πα πα! Κυρ Λύκε, καθόλου δεν χωρείς! Ούτε τη μαύρη μύτη σου να χώσεις μέσα δεν μπορείς!» «Σιγά που δεν μπορώ! Αφού το θέλω εγώ, μια χαρά χωρώ!» λέει ο Λύκαρος με την Γκρίζα του Ουρά και δίνει μια… και μπαίνει μέσα σπρώχνοντας γερά!
Θα σκάγανε τα ζώα έτσι όπως ήταν στριμωγμένα, μα δεν τολμούσανε κουβέντα να πούνε τα καημένα! Και τι να λέγανε κάτω απ’ τη μύτη του Λύκου του Κακού!
Κι εκεί που σταματήσανε όλα τα γλέντια, και που δεν χώραγε κανένας για να μπει και όλο γκρίνιαζε η Ψείρα η Φουρφουριστή, πως… τι το ήθελε το γλέντι και τη μουσική; Καλά δεν κάθονταν στ’ αυγά της και μέσα στη ζεστή φωλιά της και πώς της ήρθε τάχατες να βγει… Ε! Τότε ήταν που ακούστηκε η πιο βαριά φωνή!
Έμοιζε με κανονιά! Με κεραυνό, με τύμπανα πολλά! Τραντάχτηκε όλο το δάσος τη στιγμή που μίλησε η… Αρκούδα η Τρομερή!
«Αχ! Τι ωραίο πυργάκι είναι αυτό! Μα για να δω… να μπω μέσα χωρώ;»
Και πριν προλάβουνε να βγάλουνε μιλιά, δίνει στον πύργο μία… πατουσιά και τον εκάνει… φύλλα και φτερά!
Φύγαν τα ζώα… σκορπίσανε με μιας! Μα για τα πού τραβήξανε δεν ξέρω να σας πω! Μα τι τα θέλετε! Δεν χάσανε καιρό! Σε λίγο ακούστηκαν στο δάσος γέλια και χάχανα πολλά! Και μουσικές χαρούμενες και γλέντια φοβερά! Αλλού πήγανε τα ζώα, αλλού κάνανε φωλιά, μα τον χορό δεν άφησαν κι αρχίσανε ξανά!
Μα μία Μύγα, Μύγα Αρχοντική, θέλησε Πύργο για να φτιάξει, να στήσει μια Γιορτή!
Και φτου κι απ’ την αρχή!

Διασκευή από ένα παλιό ρώσικο παραμύθι: Σάσα Βούλγαρη

Leave a Reply