ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΠΕΤΡΟΣΟΥΠΑ

cristmas-petrosoupaΠαραμονή Χριστουγέννων και το χιόνι, πυκνό κι αστραφτερό, σκέπαζε τα πάντα. Φύσαγε αγέρας, παγωμένος αγέρας, που σφύριζε αγριεμένος ανάμεσα στα ψηλά ελάτια κι έκανε τα γέρικα κλαδιά να τρίζουν κι όπως περνούσε ανάμεσά τους ακουγόταν σαν αναστεναγμός από μυριάδες στόματα. Τα βήματα των τριών αντρών που περπατούσαν σκυφτοί ακούγονταν βαριά και ρυθμικά πάνω στο κρουσταλλιασμένο χιόνι… κράπα κρούπα… κράπα κρούπα… Ήταν πια πολύ κουρασμένοι, πεινασμένοι και κρύωναν φοβερά. Αλλά δεν έλεγαν πολλά… Μέρες τώρα περπατούσαν, με μικρές διακοπές, στο ταξίδι τους, για να ξαποστάσουν λίγο και να συνεχίσουν τον δρόμο τους μέχρι το Μεγάλο Μοναστήρι, στην κορυφή του βουνού, κρυμμένο ανάμεσα σε δέντρα πανύψηλα και υπεραιωνόβια. Τρεις καλόγεροι, με ηλικίες διαφορετικές, ο ένας πολύ γερασμένος, οι άλλοι νεότεροι.

Είδαν από μακριά τα μικρά φωτάκια του χωριού και αναθάρρησαν… Να, τώρα θα τους φιλεύαν, τώρα θα τους έδιναν μέρος να ξεκουραστούν! Τάχυναν το βήμα, και σύντομα βρέθηκαν καταμεσής μιας μικρής πετρόχτιστης πλαταιίτσας που όριζε το κέντρο του… Ε, δεν το έλεγες και χωριό! Μια χουφτίτσα σπίτια!
Στάθηκαν και περίμεναν να ανοίξουν πόρτες, να βγουν άνθρωποι να τους καλωσορίσουν. Αλλά… τίποτα… Μια πόρτα κοπάναγε τριζοβολώντας στον άγριο άνεμο. Ένα παράθυρο άνοιξε, κάποιος κρυφοκοίταξε, το παράθυρο έκλεισε, και μετά… τίποτα… τίποτα…
Οι καλόγεροι ένιωθαν μάτια να κοιτάνε και αυτιά ανοιχτά να κρυφακούνε κρυμμένα στο σκοτάδι, αλλά τίποτα άλλο. Κανείς δεν έβγαινε να τους προϋπαντήσει. Το χωριουδάκι έστεκε σκοτεινό και απρόθυμο να βοηθήσει τους κατάκοπους ανθρώπους. Είχαν πέσει στο κεφάλι τους βάσανα πολλά και σκιάζονταν τους ανθρώπους. Δεν μιλούσαν ούτε μεταξύ τους πια… τους φαίνονταν όλα μαύρα, χωρίς ελπίδα…
Γιατί να βοηθήσουν τρεις αγνώστους;

Τότε ο γεροντότερος από τους τρεις χαμογέλασε με νόημα. «Θαρρώ πως έφτασε η ώρα να μαγειρέψουμε κάτι να φάμε. Αφού κανείς δεν μας φιλεύει, ας κάνουμε μονάχοι το φαΐ μας! Θα μαγειρέψουμε… πετρόσουπα!» Κι έτσι καταπιάστηκαν με την πετρόσουπα! Ο ένας μάζεψε ξυλαράκια και τ’ άναψε, ο άλλος έβγαλε το τσουκάλι το γέμισε χιόνι και το ’βαλε να βράζει… και ο γεροντότερος σκάλιζε το χιόνι κι έψαχνε πέτρες και τις εξέταζε καλά καλά, ώσπου βρήκε τρεις στρογγυλωπές και λείες και τις έβαλε μες στο κατσαρόλι. Την ώρα εκείνη ένα μικρό κοριτσάκι ξεγλίστρησε έξω από το σπίτι του και πλησίασε.
«Τι κάνετε εκεί;» ρώτησε. «Πετρόσουπα, μικρή μου», είπε ο γεροντότερος. «Και θα σου έδινα λίγη, αλλά το κατσαρόλι μου είναι μικρό και δεν σώνει για όλους… και θα σου έδινα λίγο, αλλά μου λείπει το λαδάκι και κανένα καροτάκι για να την κάνω όπως πρέπει…» «Αυτό δεν είναι πρόβλημα» είπε το κορίτσι. «Εγώ ξέρω πού φυλάει η μάνα μου τη μεγάλη κατσαρόλα. Και ξέρω πού έχουμε καρότα, πατάτες και κρεμμύδια». Σε λίγο το κορίτσι γύρισε, αλλά μαζί είχε έρθει και η μητέρα του, κρατώντας διάφορα χορταρικά και μυρωδικά και λέγοντας πως ήθελε πολύ να δει πώς φτιάχνουν την πετρόσουπα. Οι πέτρες ήταν υλικό που δεν κόστιζε και δεν είχε ποτέ σκεφτεί να τις μαγειρέψει!

Αλλά… σιγά σιγά, πόρτα την πόρτα, οι άνθρωποι μαζεύτηκαν γύρω από το μεγάλο τσουκάλι που είχε κουβαλήσει το παιδί, πρώτα από περιέργεια, μετά από ενδιαφέρον για αυτήν την παράξενη σούπα και τελικά –κι ας μην το παραδέχονταν– γιατί τους άρεσε πολύ να ξανακουβεντιάζουν όλοι μαζί και να γελάνε και να μοιράζονται…
Ο καθένας έφερνε από κάτι για να νοστιμίσει η σούπα. Το νερό κόχλαζε πια δυνατά και, με όσα είχαν ρίξει μέσα οι άνθρωποι, άρχισε να μοσχομυρίζει τόσο ορεκτικά που τους έπιασε πείνα και άρχισαν να σκύβουν τα κεφάλια τους πάνω από το φαγητό, και να αναψοκοκκινίζουν, και να χωρατεύουν όπως τον παλιό καιρό, που ήταν καλά όλοι και η διχόνοια δεν είχε θερίσει τα σπίτια τους. Πείραζαν χαρούμενα ο ένας τον άλλον κι ούτε καταλάβαιναν πώς περνούσε η ώρα. Αργά το βράδυ, είχαν φάει όλοι μαζί την πιο νόστιμη σούπα του κόσμου. Ήταν σούπα χαράς, φαγητό της ψυχής τους, αφού όλοι μαζί το έφτιαξαν κι όλοι μαζί το μοιράστηκαν.
Φιλοξένησαν με τον καλύτερο τρόπο τους καλόγερους και το πρωί με δυσκολία τούς αποχαιρέτησαν. «Μας βοηθήσατε πολύ να καταλάβουμε πόσο είχαμε δυστυχήσει, κλεισμένοι στα σπίτια μας, αποκομμένοι ο ένας από τον άλλον! Πώς να σας ευχαριστήσουμε! Τι παράξενη και όμορφη ιδέα αυτή η… πετρόσουπα!» Τότε ο γεροντότερος κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας. «Αλήθεια, πόσο κοστίζουν οι πέτρες; Πόσο κοστίζει η καλή παρέα; Πόσο κοστίζει ο θυμός; Και πόσο κοστίζει η αγάπη; Αν το καλοσκεφτείτε, τα πιο απλά υλικά είναι αυτά που δεν κοστίζουν τίποτα… αλλά μπορούν να γίνουν βάρος ασήκωτο ή το αντίθετο… θησαυρός μοναδικός και ανεκτίμητος. Τώρα ξέρετε ότι η αγάπη μεταμορφώνει ακόμα και τις πέτρες στην πιο νόστιμη σούπα του κόσμου!»
Χτύπησαν καμπάνες. Την άλλη μέρα ξημέρωναν Χριστούγεννα, γιορτή της Αγάπης. Οι καλόγεροι βιάστηκαν να φύγουν, το Μεγάλο Μοναστήρι ήταν αφιερωμένο στη Γέννηση και γιόρταζε: έπρεπε να φύγουν.  Άλλωστε ό,τι είχαν να κάνουν σε αυτό το χωριό το είχαν κατορθώσει. Από δω και πέρα οι άνθρωποι εκεί είχαν μάθει πώς να μαγειρεύουν με αγάπη.

Leave a Reply