ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ

Τι μας λένε τα παραμύθια; Η Χιονάτη, η Κοκκινοσκουφίτσα, η Σταχτοπούτα κι άλλες πολλές νέες, που πέρασαν τόσα και τόσα μέχρι να χαθούν στην αγκαλιά του πρίγκιπα, μάταια ταλαιπωρήθηκαν ή μήπως τα βάσανά τους μας κληροδότησαν γνώση και σοφία; Τόσος τρόμος, τόση αγωνία, τόσα παιδιά χαμένα σε αμέτρητα μονοπάτια δασών, τόσοι κακοί λύκοι, τόσες κακές μάγισσες μας έμαθαν κάτι; Και τελικά, ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα; Γι’ αυτά και για άλλα πολλά συζητήσαμε με την ψυχαναλύτρια Άννα Αγγελοπούλου που… ειδικεύεται στα παραμύθια.

Το «παραμύθι» είναι μία απόπειρα ερμηνείας του κόσμου;
Θα έλεγα ότι το παραμύθι βάζει τάξη στον κόσμο. Ο παραμυθάς ‒που δεν είναι ένα πρόσωπο αλλά μία συλλογική φωνή‒ κληρονομεί ένα περιεχόμενο που πρέπει να μεταδώσει. Και το μετατρέπει παραδίδοντάς το. Ο παραμυθάς παραλαμβάνει και παραδίδει, και το παραμύθι συνεχώς πλάθεται και συνεχώς δημιουργείται. Ο παραμυθάς βέβαια υπάρχει μόνο με τον τρόπο του παραδοσιακού καλλιτέχνη, που εμφανίζεται σε πανηγύρια, τον καλούν στα σπίτια σε γιορτές, σε νυχτέρια κ.λπ. Μιλάμε επομένως για κάτι που στις μέρες μας έχει σχεδόν εκλείψει ή που όλοι το παραχαράσσουν…

Μήπως τελικά υπάρχει μόνο ένα παραμύθι και διάφορες παραλλαγές του;
Δεν υπάρχει μόνο ένα παραμύθι, υπάρχει όμως πεπερασμένος αριθμός παραμυθιών-ιστοριών «σκελετών». Ο Βλαντιμίρ Προπ, Ρώσος μελετητής του παραμυθιού, στο έργο του Η Μορφολογία του Παραμυθιού ξεχώρισε τα μεταβλητά από τα αμετάβλητα στοιχεία των παραμυθιών. Ξεχώρισε αυτό που ονόμασε «λειτουργίες του παραμυθιού» και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ελάχιστα στοιχεία σε ένα παραμύθι μένουν σταθερά. Για παράδειγμα, σε μία ιστορία ο ήρωας κάθεται στο σπίτι του και βλέπει από το παράθυρό του έναν δράκο να κυνηγάει την αδελφή του. Σε μία άλλη εκδοχή της ίδιας ιστορίας ο ήρωας βλέπει από το παράθυρό του ένα πουλάκι που τον καλεί να το ακολουθήσει. Το στοιχείο που παραμένει σταθερό είναι πως ο ήρωας για κάποιον λόγο, με κάποια αφορμή καλείται να εγκαταλείψει την ασφάλεια του σπιτιού του (της οικογένειας, της μητέρας κ.λ.π.). Επιχειρεί ένα ταξίδι στο άγνωστο, ένα ταξίδι γεμάτο περιπέτειες, ένα ταξίδι από το οποίο θα γυρίσει «μυημένος» στον κόσμο. Οι ήρωες των παραμυθιών ενηλικιώνονται στην πορεία της ιστορίας. Ο παραμυθάς, αν και δεν έχει περάσει τα χρόνια του στα βιβλία, αναλύοντας τα παραμύθια, γνωρίζει από ένστικτο τι του επιτρέπεται να αλλάξει και τι όχι. Είναι ένας συλλογικός δημιουργός, ξέρει τι μπορεί να αλλοιώσει, τι μπορεί να προσθέσει και τι να παραλείψει στο παραμύθι που του κληροδοτήθηκε. Το παραμύθι άλλωστε είναι μία συμπυκνωμένη εμπειρία ολόκληρου του κόσμου.

Τα παραμύθια, όμως, δεν προορίζονταν εξαρχής για τα παιδιά…
Αντιθέτως! Το παιδί δεν έχει καμία σχέση με το παραμύθι ως παραλήπτης, μέχρι τους αδελφούς Γκριμ, δηλαδή μέχρι το 1812 που πρωτοδημοσιεύουν τις ιστορίες τους για παιδιά. Με τους αδερφούς Γκριμ το παραμύθι μεταφέρεται όχι μόνο στις σελίδες των βιβλίων ‒μέχρι τότε η διήγησή του ήταν μόνο προφορική‒ αλλά και στις πόλεις, στα αστικά κέντρα. Μέχρι τότε ήταν υπόθεση της υπαίθρου. Οι παραμυθάδες έσπευδαν σε γιορτές και πανηγύρια, τους καλούσαν σε νυχτέρια ή σε περιστάσεις όπου οι άνθρωποι δούλευαν ομαδικά ‒ π.χ. όπου οι γυναίκες ύφαιναν, ή οι άντρες ξενυχτούσαν φτιάχνοντας τσίπουρο. Από τη στιγμή που τα παραμύθια μεταφέρθηκαν στις πόλεις, λοιπόν, παραμυθάς έγινε η τροφός των παιδιών και κοινό τα ίδια τα παιδιά. Μάλιστα, συχνά η τροφός αυτή είναι η υπηρέτρια, το σύμβολο του λαού, το κορίτσι που έχει έρθει στην πόλη από το χωριό και μέσα από τα παραμύθια που διηγείται περνά κι όλες τις αναμνήσεις από τα δικά της παιδικά χρόνια, τις εικόνες που κουβαλά η ίδια από τις ιστορίες που άκουγε μεγαλώνοντας.

Πάντως οι ιστορίες που περιγράφονται στα παραμύθια είναι όλες βγαλμένες από εφιάλτη!
Βεβαίως! Εφιάλτες, όμως, με αίσιο πέρας! Το παραμύθι έχει τη δύναμη να μας καθοδηγήσει μέσα από τους πιο αρχέγονους φόβους μας με σκοπό να φτάσουμε στην κάθαρση, στην αγαλλίαση του αίσιου τέλους. Με τα παραμύθια αφηνόμαστε στους ενστικτώδεις φόβους μας, έχουμε μία εμπειρία βίας και τρόμου και μετά το «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» μπορούμε να κοιμηθούμε ήσυχοι!

Με την ίδια λογική, τότε, δεν θα μπορούσαμε να δείχνουμε και ταινίες τρόμου στα μικρά παιδιά; 
Όχι. Η βάση του παραμυθιού είναι ο λόγος. Και παρότι το παραμύθι είναι ένα δημιούργημα συλλογικό όπως σας είπα ‒δηλαδή ο κάθε παραμυθάς προσθέτει και αφαιρεί τα μεταβλητά εκείνα στοιχεία του παραμυθιού κάθε φορά που το διηγείται‒ οι εικόνες που φτιάχνει ο καθένας με τη φαντασία του είναι προσωπικές. «Λευκό σαν το χιόνι, κόκκινο σαν το αίμα και μαύρο σαν τον έβενο» ‒ ένα τέτοιο μωρό εύχεται η μητέρα της Χιονάτης κι ο καθένας που ακούει την ιστορία το φαντάζεται όπως θέλει! Η ταινία τρόμου, η εικόνα γενικότερα, περιορίζει την εμπειρία της κάθαρσης. Το παιδί αιχμαλωτίζεται μέσα στις εικόνες.

Δεν υπάρχει λοιπόν ένας και μόνος μύθος κοινός σε όλα τα παραμύθια;
Όχι, απλούστατα γιατί ο άνθρωπος έχει πολλές πτυχές. Επιπλέον, το περιεχόμενο ποικίλλει ανάλογα με το θέμα: υπάρχουν τα παραμύθια που βασίζονται σε μύθους για τη θηλυκότητα και συνήθως τα αγαπούν τα κορίτσια, υπάρχουν οι μύθοι για την ανδρεία που συγκινούν περισσότερο τα αγόρια. Ο κάθε παραμυθιακός τόπος ανταποκρίνεται και σε ένα διαφορετικό ερώτημα για τη ζωή.

Snow-White-and-the-Queen-001

Εσείς έχετε κάποιο αγαπημένο παραμύθι;
Τη Χιονάτη. Με συνάρπαζε από μικρή αυτή η ιδέα της ανάστασης μέσω του έρωτα! Στην ελληνική εκδοχή του παραμυθιού, η Χιονάτη φεύγει για να ξεφύγει από τη μητριά της. Κι όπως τρέχει, χαμένη, πέφτει σε έναν γκρεμό και περιγράφεται να πέφτει και να πέφτει και να πέφτει για ατέλειωτο χρόνο, μέχρις ότου προσγειώνεται κι εκεί τη βρίσκουν οι Δώδεκα Μήνες στην ελληνική εκδοχή, ή οι Επτά Νάνοι, ή σε άλλες παραδόσεις οι λεγόμενοι «Σκυλοκέφαλοι», τα μυθικά πλάσματα που φυλάνε τα πέρατα του κόσμου. Είναι σαφές από τη διήγηση ότι η Χιονάτη έχει περάσει σε έναν άλλον κόσμο. Θυμάμαι ως παιδί αλλά και τώρα ως ενήλικας να εντυπωσιάζομαι όταν διαβάζω πως όλο εκείνο το ταξίδι της Χιονάτης από τον έναν κόσμο στον άλλον, που της πήρε τόσο καιρό, η μητριά της το έκανε «σε δύο δρασκελιές»! Με το πόσο παντοδύναμο βλέπει το παιδί τον Μεγάλο, που όλα τού είναι δυνατά, ακόμα και να διασχίσει έναν ολόκληρο κόσμο με δύο βήματα!

Διαφέρουν τα παραμύθια από τόπο σε τόπο;
Τα παραμύθια είναι συλλογικά δημιουργήματα της παράδοσης. Άρα μοιάζουν εκεί όπου υπάρχουν κοινές παραδόσεις. Τα ελληνικά παραμύθια, για παράδειγμα, μοιάζουν με τα παραμύθια των χωρών των Βαλκανίων, που κρύβουν τις παραδόσεις δύο αυτοκρατοριών, της Βυζαντινής και της Οθωμανικής. Σε όλα αυτά τα παραμύθια, μέχρι να φτάσουν στο λυτρωτικό «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» οι ηρωίδες των ελληνικών και των βαλκανικών παραμυθιών περνούν από όλους τους κύκλους της ζωής. Αφού παντρευτούν τον πρίγκιπα ξεκινά γι’ αυτές μία δεύτερη γύρα βασάνων: γίνονται μάνες, αλλά μία μισητή μητριά / πεθερά τις χωρίζει από τα παιδιά τους. Και η ηρωίδα γίνεται ζώο ‒πρώτα πουλί και μετά ψάρι‒ και τέλος φυτό μέχρι να επιστρέψει στην ανθρώπινη μορφή της και να απολαύσει την ευτυχία του αίσιου τέλους. Αυτή η παράδοση δεν απαντά στα δυτικά παραμύθια.

Η Άννα Αγγελοπούλου ζει στο Παρίσι. Σπούδασε φιλολογία στην Ελλάδα και έκανε τη διατριβή της με θέμα τα παραμύθια στη Γαλλία. Έχει εκδώσει δύο βιβλία για τα Ελληνικά Παραμύθια, τις Παραμυθοκόρες και τα Αλληλοβόρα στα ελληνικά (κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Εστία) και έχει εκδώσει επίσης στη Γαλλία συλλογές μεταφρασμένων ελληνικών παραμυθιών. Συχνά δίνει διαλέξεις και κάνει παρουσιάσεις της δουλειάς της, της ανάλυσης των παραμυθιών από μία ψυχαναλυτική σκοπιά, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα. 

Leave a Reply