Η BAΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΜΕΛΙΣΣΩΝ

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους. Οι δύο μεγαλύτεροι θεωρούνταν πολύ έξυπνοι παρόλο που δεν έκαναν τίποτα άλλο εκτός από το να διασκεδάζουν. Τον τρίτο, τον μικρότερο, τον φώναζαν όλοι Χαζούλη, παρόλο που κι αυτός δεν έκανε τίποτα εκτός από το να κάθεται όλη την ημέρα. Ένα πρωί οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί αποφάσισαν πως πρέπει να γνωρίσουν τον κόσμο και έφυγαν από το παλάτι. Πέρασαν μέρες και βδομάδες και μήνες και ο βασιλιάς πατέρας τους δεν είχε κανένα νέο τους. Ζήτησε λοιπόν από τον Χαζούλη να πάει να τους βρει κι εκείνος δέχτηκε πρόθυμα, παρόλο που φοβόταν και λιγάκι. Για καλή του τύχη οι αδελφοί του δεν είχαν πάει και πολύ μακριά και έτσι τους συνάντησε γρήγορα. Αντί όμως να τους πείσει ο Χαζούλης να γυρίσουν παρέα στον πατέρα τους, τον έπεισαν εκείνοι να τους ακολουθήσει στο μακρύ και διασκεδαστικό ταξίδι τους. Δρόμο πήραν, δρόμο αφήσαν και κάποια στιγμή συνάντησαν μια μυρμηγκοφωλιά. «Να της δώσουμε μια, να διαλυθεί, να δούμε πώς θα τρέχουν φοβισμένα τα μυρμηγκάκια!» είπαν οι δύο έξυπνοι αδελφοί. «Αχ! Αφήστε τα ήσυχα τα καημένα! Στενοχωριέμαι και μόνο που το σκέφτομαι πως θα τους κάνετε κακό!» τους παρακάλεσε ο Χαζούλης. Τα αδέλφια του τού έκαναν τη χάρη και συνέχισαν τον δρόμο τους. Δρόμο πήραν, δρόμο αφήσαν και κάποια στιγμή συνάντησαν μια λίμνη. Μέσα της κολυμπούσαν πολλοί πολλοί όμορφοι κύκνοι. «Να πιάσουμε κάναν δυο, να τους ψήσουμε, να τους φάμε!» είπαν οι δύο έξυπνοι αδελφοί. «Αχ! Αφήστε τους! Στενοχωριέμαι και μόνο που σκέφτομαι πως θα τους σκοτώσετε!» τους παρακάλεσε ο Χαζούλης.
Τα αδέλφια του τού έκαναν τη χάρη και συνέχισαν τον δρόμο τους. Δρόμο πήραν, δρόμο αφήσαν και κάποια στιγμή είδαν πάνω σε ένα δέντρο μια μελισσοφωλιά. Είχε τόσο μέλι μέσα της που ξεχείλιζε και έκανε τον κορμό του δέντρου να λάμπει στον ήλιο. «Να ανάψουμε μια φωτιά. Να καούν ή να τρομάξουν και να φύγουν οι μέλισσες, να τους πάρουμε το μέλι!» είπαν οι δύο έξυπνοι αδελφοί. «Αχ! Αφήστε τις! Στενοχωριέμαι και μόνο που σκέφτομαι πως θα τις κάψετε!» τους παρακάλεσε ο Χαζούλης. Τα αδέλφια του τού έκαναν τη χάρη και συνέχισαν τον δρόμο τους. Δρόμο πήραν, δρόμο αφήσαν και κάποια στιγμή βρέθηκαν μπροστά σε ένα μεγάλο κάστρο και μπήκαν μέσα. Προχώρησαν, προχώρησαν, είδαν στάβλους γεμάτους άλογα, αλλά άνθρωπο πουθενά. Στο βάθος του αντίκρισαν μιαν ακόμα καστρόπορτα. Την πέρασαν και μπήκαν σε έναν όμορφο κήπο που τα δρομάκια του οδηγούσαν σε τρία παλάτια. Σε ένα από τα ψηλά παράθυρα του μεσαίου παλατιού διέκριναν ένα παράξενο ανθρωπάκι που καθόταν μπροστά σε ένα τραπέζι. Άρχισαν να το φωνάζουν. Μια, δυο, τρεις, το ανθρωπάκι σηκώθηκε από το τραπέζι, κατέβηκε, άνοιξε την πόρτα του παλατιού και τους έβαλε μέσα. Κουβέντα όμως δεν τους είπε. Τους οδήγησε απλώς σε ένα τραπέζι που πάνω του υπήρχαν τα καλύτερα φαγητά, τα καλύτερα κρασιά και τα καλύτερα γλυκά. Και όταν τα τρία αδέλφια έφαγαν, ήπιαν και χόρτασαν, τα πήγε το καθένα και σε μια πολυτελέστατη κρεβατοκάμαρα να κοιμηθούν.
Την επόμενη μέρα, πρωί πρωί, ξύπνησε ο παράξενος ανθρωπάκος τον μεγαλύτερο από τους τρεις αδελφούς και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Πέρασαν πολλά δωμάτια και σκοτεινούς διαδρόμους γεμάτους αγάλματα και τελικά έφτασαν μπροστά από μια πέτρινη επιγραφή. Διαβάζοντάς την ο μεγαλύτερος αδελφός έμαθε πως κάποτε ζούσε στο κάστρο αυτό ένας βασιλιάς που είχε τρεις όμορφες κόρες για τις οποίες είχε χτίσει τα τρία παλάτια. Ένας μάγος όμως μεταμόρφωσε και τον βασιλιά και όλους τους ενοίκους του κάστρου σε αγάλματα και έριξε τις πριγκίπισσες σε έναν βαθύ ύπνο που κρατούσε χρόνια. Για να λυθούν τα μάγια, να ξαναβρεί το κάστρο την παλιά ζωή του και να ξυπνήσουν οι πριγκίπισσες, έπρεπε να βρεθεί ένα γενναίο και έξυπνο παλικάρι που να αναλάβει τρεις δύσκολες αποαποστολές. Στον κήπο μπροστά από τα παλάτια, έγραφε η επιγραφή, είχε σπάσει το κολιέ της μικρής πριγκίπισσας. Τα χίλια μαργαριτάρια από τα οποία ήταν φτιαγμένο είχαν σκορπίσει ανάμεσα στα δέντρα και στα χορτάρια. Όποιος ήθελε να λύσει τα μάγια έπρεπε, πρώτα απ’ όλα, να τα βρει και να τα μαζέψει μέχρι τη δύση του ήλιου. Ένα να του έλειπε όταν θα άρχιζε να πέφτει η νύχτα, θα γινόταν και αυτός άγαλμα πέτρινο. Χωρίς να χάσει λεπτό ο μεγαλύτερος αδελφός βγήκε στον κήπο και άρχισε να ψάχνει. Όλη τη μέρα έψαχνε, αλλά την ώρα που ο ήλιος άρχισε να κρύβεται πίσω από τα βουνά είχε βρει μόνο εκατό μαργαριτάρια. Και τότε έγινε αυτό που έλεγε η επιγραφή: πέτρωσε και αυτός.
Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ξύπνησε ο ανθρωπάκος τον δεύτερο αδελφό. Τον οδήγησε κι αυτόν στην επιγραφή και αμέσως μετά στον κήπο. Όλη τη μέρα έψαχνε κι εκείνος, αλλά την ώρα που ο ήλιος άρχισε να κρύβεται πίσω από τα βουνά είχε βρει μόνο διακόσια μαργαριτάρια. Και τότε έγινε πάλι αυτό που έλεγε η επιγραφή: πέτρωσε και αυτός. Την τρίτη μέρα έφτασε η σειρά του Χαζούλη. Ο παράξενος ανθρωπάκος τον ξύπνησε και αυτόν πρωί πρωί και τον οδήγησε μπροστά στην επιγραφή και μετά στον κήπο. Άρχισε να μαζεύει κι αυτός μαργαριτάρια. Έτσι κρυμμένα όμως που ήταν ανάμεσα στα χόρτα δυσκολευόταν πολύ να τα βρει. Κατά το μεσημέρι ήταν πια σίγουρος πως δεν θα τα κατάφερνε. Κάθησε λοιπόν σε μια μεγάλη πέτρα κοντά στα αγάλματα των αδελφών του και άρχισε τα κλάματα. Ξαφνικά, άκουσε μια φωνούλα να τον ρωτά: «Γιατί είσαι τόσο στενοχωρημένος;» Ο Χαζούλης σκούπισε τα μάτια του και είδε μπροστά του ένα μυρμηγκάκι. Ήταν ο βασιλιάς των μυρμηγκιών που είχε σώσει από τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια. Του διηγήθηκε την ιστορία του και εκείνος φώναξε αμέσως τον μυρμηγκοστρατό του, πεντακόσια μυρμήγκια που μέσα σε πολύ λίγη ώρα κατάφεραν να βρουν όλα τα μαργαριτάρια της μικρής πριγκίπισσας.
Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ο παράξενος ανθρωπάκος τον ξύπνησε για τη δεύτερη αποστολή. Έπρεπε να βρει το κλειδί του δωματίου των τριών πριγκιπισσών το οποίο ο κακός μάγος είχε πετάξει μέσα σε μια λίμνη. Ο Χαζούλης έφτασε στη λίμνη, την κοίταξε, την ξανακοίταξε και μετά κάθησε στην όχθη της και έβαλε πάλι τα κλάματα. Η λίμνη ήταν μεγάλη και βαθιά και εκείνος ούτε κολύμπι δεν ήξερε. Ξαφνικά όμως είδε μια ομάδα κύκνους να τον πλησιάζουν. Ήταν οι ίδιοι κύκνοι που είχε γλιτώσει από το να τους ψήσουν τα μεγαλύτερα αδέλφια του. Ο βασιλιάς τους τον πλησίασε, άκουσε την ιστορία του και έστειλε τους συντρόφους του να βουτήξουν και να βρουν το κλειδί. Δεν πέρασε μια ώρα και του το έφεραν. Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ο παράξενος ανθρωπάκος ξαναξύπνησε τον Χαζούλη για την τρίτη αποστολή. Αυτή ήταν η πιο δύσκολη από όλες. Έπρεπε να πάρει το κλειδί, να μπει στην κάμαρα που κοιμούνταν οι τρεις πριγκίπισσες και να ανακαλύψει ποια από όλες ήταν η μικρότερη, η πιο αγαπημένη του βασιλιά πατέρα τους. Οι τρεις πριγκίπισσες ήταν όμως ολόιδιες και το μόνο που έγραφε η πέτρινη επιγραφή γι’ αυτές ήταν πως, λίγο πριν πέσουν για ύπνο, είχαν φάει διαφορετικό γλυκό η καθεμία: η πρώτη σοκολάτα, η δεύτερη καραμέλα και η τρίτη μια κουταλιά μέλι. Ο Χαζούλης τις κοίταξε, τις ξανακοίταξε, κάθησε κοντά στα κρεβάτια τους και έβαλε πάλι τα κλάματα. Ξαφνικά άκουσε ένα βουητό και είδε ένα σμήνος μέλισσες να τον πλησιάζουν. Ήταν οι ίδιες μέλισσες που είχε σώσει από το να τις κάψουν τα μεγαλύτερα αδέλφια του. Η βασίλισσά τους άκουσε την ιστορία του και πέταξε προς τις πριγκίπισσες. Κάθησε για λίγο στο στόμα της καθεμιάς τους και αμέσως κατάλαβε ποια από τις τρεις είχε φάει το μέλι. Ο Χαζούλης την άγγιξε και αμέσως τα μάγια λύθηκαν! Οι πριγκίπισσες άνοιξαν τα μάτια τους και όλοι όσοι είχαν γίνει αγάλματα ξαναζωντάνεψαν. Το κάστρο ξαναβρήκε την παλιά ζωή του και πολύ γρήγορα ο Χαζούλης έγινε και ο άρχοντάς του μια που παντρεύτηκε τη μικρή και πιο αγαπημένη κόρη του βασιλιά. Στα αδέλφια του έδωσε τις άλλες δύο πριγκίπισσες. Έτσι έζησαν κι αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Μια ιστορία των αδερφών Γκριμ

Leave a Reply