Ο ΕΦΤΑΠΟΔΗΣ

Το καλοκαίρι που μας πέρασε, σε μια παραλία της Μεσογείου, ένα μικρό χταπόδι έπαιζε κυνηγητό με το φίλο του το καβούρι:

«Πιάσε με αν μπορείς! » φώναζε ο Χταπόδης μας στο μικρό καβουράκι. Το καβουράκι όμως, όπως όλα τα καβούρια, μπορούσε μόνο να περπατήσει πλάγια από τη μια ή από την άλλη πλευρά. Δεν μπορούσε ούτε να κολυμπήσει και ούτε είχε οκτώ ολόκληρα πόδια όπως έχουν τα χταπόδια.

Ο Χταπόδης καθώς περνούσε η ώρα ένιωθε ανίκητος απέναντι στο φίλο του και άρχισε να κάνει ακροβατικά στο νερό και να περηφανεύεται: «Κοίτα Καβούρη! Κοίτα πως κολυμπάω εγώ! Εσύ δε θα μπορέσεις ποτέ να κολυμπήσεις έτσι! »

Τότε βλέπει με την άκρη του ματιού του την όμορφη μικρή Χταποδίνα να περνάει από μπροστά του. Γρήγορα- γρήγορα, και για να προλάβει να τον δει κι εκείνη κάνει μια από τις πιο ωραίες φιγούρες που είχε μάθει τελευταία.

Όμως, ίσως γιατί είχε θαμπωθεί από την ωραία Χταποδίνα, ίσως και γιατί δεν είχε μάθει τέλεια ακόμα τη φιγούρα του,  χτύπησε με δύναμη το ποδαράκι του στο βράχο που βρισκόταν μπροστά. Ο πόνος του ήταν τόσο μεγάλος που έχασε για λίγο τις αισθήσεις του.

Όταν ξύπνησε κοίταξε γύρω και ήταν μόνος του. Η Χταποδίνα δεν τον είδε που χτύπησε και είχε φύγει, ενώ ο φίλος του, ο μικρός Καβούρης, ανίκανος να τον προλάβει είχε επιστρέψει σπίτι του άπραγος.

Έκανε να σηκωθεί αλλά το ένα πόδι του ήταν χτυπημένο με αποτέλεσμα να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει σωστά ούτε τα υπόλοιπα εφτά πόδια του. Τι θα έκανε; Είχε αρχίσει να νυχτώνει και το μέρος αυτό τον τρόμαζε όσο σκοτείνιαζε.

Μαζεύει όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει και αρχίζει να σέρνεται προς το σπίτι του φίλου του. Στο δρόμο βρίσκει τη Χταποδίνα:

«Χταποδίνα έχω χτυπήσει το πόδι μου. Μπορείς να με βοηθήσεις να πάω μέχρι το σπίτι του Καβούρη; »

«Ποιος είσαι; Δεν σε ξέρω και ούτε έχουμε μιλήσει ποτέ. Όποτε σε έβλεπα από μακριά δε με κοίταζες καν! Μόνο κάτι περίεργα ακροβατικά έκανες και έφευγες! », του απαντάει εκείνη.

«Είμαι ο Χταπόδης, πήρα τ’ όνομά μου από τα οκτώ μου πόδια, όπως κι εσύ! Βοήθησέ με! », της απαντά.

«Όχι! Λες ψέματα! Εγώ μπορεί να έχω οκτώ πόδια εσύ όμως απ’ ότι βλέπω έχεις εφτά! Άρα δεν είσαι αυτός που μου λες! Καληνύχτα σας κύριε!»

Οι ώρες περνούσαν κι εκείνος είχε αρχίσει να κουράζεται. Ξαφνικά, βλέπει να περνάει από μπροστά του ένας παλιός του γνώριμος, ο κύριος Χέλης:

«Χέλη, Χέλη! Τι κάνεις; Με θυμάσαι; Είμαι ο Χταπόδης που πήρα τ’ όνομά μου από τα οκτώ μου πόδια! Μπορείς να με βοηθήσεις να πάω σπίτι του Καβούρη;»

«Ήξερα κάποτε κάποιον Χταπόδη που με κορόιδευε πάντα επειδή εκείνος είχε οκτώ πόδια κι εγώ κανένα. Όμως εσύ δεν είσαι αυτός που μου λες. Απ’ ότι βλέπω έχεις εφτά! Άρα μου λες ψέματα! Καληνύχτα σας κύριε! »

Απογοητευμένος ο Χταπόδης συνέχισε να σέρνεται με κόπο μέχρι το σπίτι του Καβούρη. Καθώς προχωρούσε άρχισε να σκέφτεται διάφορα:

Τι θα έκανε από ‘δω και πέρα; Είχε χάσει όλους του τους φίλους εξαιτίας της υπεροψίας του.

Είχε χάσει και τη Χταποδίνα.

Ακόμα και το όνομά του είχε χάσει. Πως θα μπορούσε να συστήνεται πια ως «Χταπόδης»; Όλα τα χταπόδια έχουν οχτώ πόδια! Αυτός είχε εφτά και ένα χτυπημένο. Πώς θα τον λέγανε; «Εφταπόδη»; Δεν είχε ξανακούσει τέτοιο όνομα. Όλοι θα τον κορόιδευαν. Όπως έκανε κι εκείνος παλιότερα.

Βυθισμένος στις σκέψεις του και κατάκοπος δεν κατάλαβε ότι μόλις είχε φτάσει έξω από το σπίτι του Καβούρη. Είχε ξημερώσει. Του χτύπησε την πόρτα και σωριάστηκε στην είσοδο.

Όταν ξύπνησε είδε δίπλα του τον μικρό του φίλο. Φρόντιζε την πληγή στο πόδι του και μόλις κατάλαβε ότι είχε ανακτήσει τις αισθήσεις του έλαμψαν τα μάτια του:

«Χταπόδη φίλε μου! Επιτέλους ξύπνησες! Μας κατατρόμαξες όλους! »

«Δε με λένε Χταπόδη. Εφταπόδη με λένε και δεν είμαι αυτός που ήξερες. Έχω μόνο εφτά πόδια και καθόλου φίλους», του απαντά μισοζαλισμένος.

«Τι βλακείες είναι αυτές που λες; Έχεις και τα οχτώ σου πόδια. Μόνο μια μικρή πληγή από τα βράχια έχεις. Έχασες τις αισθήσεις σου από την κούραση. Και η φίλοι σου είμαστε όλοι εδώ. Η Χταποδίνα και ο Χέλης ήρθαν αμέσως να δουν τι κάνεις μόλις έμαθαν τι έγινε και μετάνιωσαν για τον τρόπο που σου φέρθηκαν. Όμως φίλε μου Χταπόδη, μετά από όλη αυτή την περιπέτεια ελπίζω να κατάλαβες πως η πραγματική δύναμη βρίσκεται βαθιά μέσα μας. Δε έχει σημασία πόσα πόδια, πόσα χέρια και πόση ταχύτητα διαθέτεις. Αυτό που είναι τελικά σημαντικό είναι η δύναμη που κρύβει ο καθένας μέσα του και η θέληση να προχωρήσει και να αλλάξει. Αυτή ήταν που σε έφερε έξω από την πόρτα μου.»

«Το κατάλαβα, μικρέ μου φίλε, Καβούρη. Το κατάλαβα πολύ καλά…»

Του έφεραν τότε να φάει πρωινό να δυναμώσει και τους ρώτησε δειλά:

«Βρε παιδιά, δε μου είπατε, πως θα με λένε από ‘δω και πέρα; Εφταπόδη ή Χταπόδη;»

«Χταπόδη φυσικά!», του απάντησαν όλοι γελώντας.

«Τελικά, ‘καλύτερα να σου βγει το πόδι παρά το όνομα’», τους είπε και άρχισε να τρώει ευχαριστημένος.

Κι απ’ αυτή την ιστορία βγήκε και η γνωστή παροιμία…

Μαθιουδάκη Μαρία, email: marimat87@gmail.com

Leave a Reply