Ο ΜΕΛΙΣΤΑΛΑΚΤΟΣ ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

Μια φορά κι έναν καιρό, όπως λέει το παραμύθι, και στην περίπτωσή μας ο μύθος, η όμορφη νύμφη Κυρήνη που έβοσκε, στο Πήλιο, τα κοπάδια του πατέρα της, πάλευε με ένα άγριο λιοντάρι που είχε επιτεθεί στα πρόβατά της. Πάνω στον αγώνα, που ήταν, φυσικά, νικηφόρος, την είδε ο λαμπρός Απόλλωνας, την ερωτεύθηκε σφόδρα και την απήγαγε. Την ανέβασε πάνω σ’ ένα άρμα χρυσό που το τραβούσαν κύκνοι και την οδήγησε στη Λιβύη όπου γέννησε τον Αρισταίο, μορφή σημαντική, και αδίκως ξεχασμένη, που έδωσε στους ανθρώπους τρία από τα μέγιστα αγαθά: μέλι, λάδι και τυρί.
Από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη μαθαίνουμε πως το παιδί ανέλαβαν να το μεγαλώσουν οι Νύμφες, που του έδωσαν τρία ονόματα: Νόμιος, Αρισταίος, Αγρέας (ταύτας δὲ τῷ παιδὶ τρεῖς ὀνομασίας προσάψαι· καλεῖν γὰρ αὐτὸν Νόμιον, Ἀρισταῖον, Ἀγρέα) και τον έμαθαν να κάνει μέλι, τυρί και λάδι (Τοῦτον δὲ παρὰ τῶν Νυμφῶν μαθόντα την τε τοῦ γάλακτος πῆξιν καὶ τὴν κατασκευὴν τῶν σμηνών, ἔτι δὲ τῶν ἐλαιῶν τὴν κατεργασίαν). Ο Αρισταίος ήταν ο πρώτος που δίδαξε στους ανθρώπους τη μελισσοκομία, την ελαιοκαλλιέργεια και την τυροκομία κι εκείνοι του το ανταπέδωσαν λατρεύοντάς τον ως ισόθεο με τον άλλον μεγάλο ευεργέτη τους, τον Διόνυσο. Όλα αυτά θα ήταν παραμυθένια και «άσπιλα» αν ο εξαιρετικός αυτός θεός δεν είχε, εν μέρει, κληρονομήσει τον άστατο συναισθηματικό χαρακτήρα του πατέρα του και εκείνον του παππού του, του μεγάλου Διός.

Το κεντρί του έρωτα
Σαν μεγάλωσε και ανδρώθηκε ο γιος της Κυρήνης και του Απόλλωνα άφησε τις αγαπημένες του τροφούς κι άνοιξε τα φτερά του για ν’ ασχοληθεί με το μεγάλο πάθος του, τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Μετά από αρκετό καιρό μαθητείας δίπλα στον σοφό κένταυρο Χείρωνα, ο οποίος τον μύησε στα μυστήρια, ο νεαρός ποιμένας εγκαταστάθηκε στη μαγευτική κοιλάδα των Τεμπών, ευτυχισμένος με τις ελιές, τα κοπάδια του και τα μελίσσια του. Για κακή του τύχη, όμως, αγάπησε την ωραία Ευρυδίκη, την καρδιά της οποίας είχε σκλαβώσει ήδη ο τρανός Ορφέας. Ο έρωτας του Αρισταίου για την όμορφη νύμφη τον έκανε να χάσει τα λογικά του και άρχισε να την κυνηγά την ημέρα που επρόκειτο να τελεσθούν οι γάμοι της με τον γιο της Μούσας (η μητέρα του Ορφέα ήταν η μούσα Καλλιόπη). Η Ευρυδίκη έτρεξε για να τον αποφύγει, αλλά δεν πρόσεξε και πανικοβλημένη πάτησε ένα φίδι που ήταν κρυμμένο ανάμεσα στα χόρτα κι έχασε τη ζωή της απ’ το δήγμα του. Ο Αρισταίος βέβαια δεν έμεινε ατιμώρητος. Έχασε όλες τις μέλισσές του. Κατ’ άλλους καταστράφηκαν από τους ίδιους τους θεούς ενώ άλλοι πιστεύουν πως τον χαμό τους τον προκάλεσαν οι συντρόφισσες της Ευρυδίκης. Ο θεός-ποιμένας θρήνησε για τον χαμό τους μπρος στη μητέρα του που έφτασε για να τον προστρέξει.
Ο Οβίδιος, στο Ημερολόγιο, περιγράφει τη σκηνή με εξαιρετικά ποιητικό τρόπο: Άρχισε να θρηνεί ο Αρισταίος, τις μέλισσές του, όλες, σαν είδε νεκρές να κείτονται / κι έρημες τις κηρήθρες με το μέλι που, πάνω τους καλά-καλά, δεν πρόφτασαν ν’ αφήσουν / Πασχίζει, η ουρανόχρωμη μητέρα του να τον παρηγορήσει / και πριν μονάχο πάλι τον αφήσει, με τον πόνο του, γλυκές του δίνει συμβουλές: / «Τα δάκρυα στέγνωσε, παιδί μου, και τράβα τη βοήθεια να γυρέψεις του γέροντα Πρωτέα / που θα σου πει το μυστικό και σμήνος νέο θ’ αποκτήσεις. / Να ’σαι, όμως, έτοιμος, γιατί θα σου ξεφύγει, την όψη του, αλλάζοντας / γι’ αυτό, τα χέρια του, πισθάγκωνα να τα κρατήσεις». / Κι έτσι του γέροντα της θάλασσας, λυμένα από τον ύπνο, τα χέρια / αρπάζει, ο νεαρός, σαν έφτασε, και τα αλυσοδένει. / Σαν ένιωσε τον κίνδυνο, ο Πρωτέας, άλλαξε όψη, καλά τη γνώριζε την τέχνη, / μα τα δεσμά του τον ανάγκασαν, γρήγορα, τη θεϊκή να ξαναβρεί μορφή του. / Το  πρόσωπό το υγρό φανέρωσε και τα δασιά του γένια, λέγοντας: «Ήρθες ίσαμε εδώ για να σου πω αν είναι μπορετό νέα μελίσσια ν’ αποκτήσεις; / Θα πρέπει έναν ταύρο νιούτσικο να σφάξεις και το κουφάρι του με χώμα να σκεπάσεις / και σαν τον αγκαλιάσει η γης αυτό που περιμένεις θα σ’ το δώσει». / Του γέροντα ακολούθησε
τη συμβουλή ο βοσκός, και σμήνη από το σκοτωμένο ζώο / ξεχύθηκαν οι μέλισσες: χίλιες ζωές χάρη σε μια θυσία.

Το φως του Υδροχόου
Φαίνεται όμως πως η εκδικήτρια Νέμεσις δεν ικανοποιήθηκε με τη σχετικά μικρή (ας το παραδεχτούμε) τιμωρία αυτήν κι έστειλε κι άλλα μεγαλύτερα δεινά στον θεϊκό μελισσοκόμο ο οποίος, εν τω μεταξύ, είχε πάρει για γυναίκα του την Αυτονόη, μια από τις τέσσερις θυγατέρες του Κάδμου και της Αρμονίας. Με την Αυτονόη απέκτησε έναν γιο, τον σπουδαίο κυνηγό Ακταίωνα, που είδε μια μέρα, άθελά του, την Άρτεμη να λούζεται γυμνή σε μια πηγή. Εξοργισμένη η θεά τον μεταμόρφωσε σε ελάφι και έτσι τον κατασπάραξαν τα ίδια του τα σκυλιά. Ο Αρισταίος πλήρωσε, τελικά, πολύ ακριβά τον θάνατο της Ευρυδίκης και μάλιστα η ιστορία είναι ακόμη πιο τραγική αν σκεφτεί κανείς πως η θεά του κυνηγιού ήταν αδελφή του πατέρα του! Μετά τον θάνατο του γιου του, αποτραβήχτηκε στη νήσο Κέα, όπου κατάφερε να σώσει τους κατοίκους της από μια επιδημία πανώλης και από κει λέγεται πως πήγε στη Σικελία και στη Σαρδηνία για να διδάξει τη μελισσοκομία, την καλλιέργεια της ελιάς και τη γαλακτοκομία στους κατοίκους των δύο μεγάλων αυτών νησιών της Μεσογείου. Αφού μοιράστηκε με τους ανθρώπους όλα όσα ήξερε, κατέφυγε σ’ ένα ερημητήριο, στις βουνοκορφές του Αίμου, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, μια μέρα εξαφανίστηκε για πάντα. Ο Αρισταίος καταστερώθηκε και ορισμένοι, μάλιστα, συγγραφείς λένε πως πρόκειται για τον αστερισμό του Υδροχόου. Ο Ηρόδοτος γράφει πως, μετά την ανάληψή του στο ουράνιο στερέωμα, εμφανίστηκε στη μικρασιατική πόλη Κύζικο και τριακόσια χρόνια αργότερα στο Μεταπόντιο, στη Μεγάλη Ελλάδα. Κατά τον Πλούταρχο, ο Αρισταίος μπορούσε να «παίζει» όσο ήθελε με την ψυχή του, με τη ζωή δηλαδή και τον θάνατο, και κάθε φορά που εγκατέλειπε το ανθρώπινο σώμα του γινόταν ελάφι. Ίσως αυτό έχει να κάνει με την ιδέα της μέλισσας που όπως λέει και ο ποιητής (Β. Ουγκώ): Τίποτα πιότερο δεν μοιάζει στην ψυχή από τη μέλισσα. / Απ’ το ένα στ’ άλλο πάει λουλούδι η μια / κι απ’ άστρο σ’ άστρο φτερουγίζει η άλλη / και φέρνει η ψυχή το φως κι η μέλισσα το μέλι. –

Leave a Reply