ΧΩΡΙΣ ΠΑΙΔΙΑ-ΙΟΥΛΙΟΣ

Η παιδική ηλικία είναι ποτάμι. Βαθύ ή ρηχό, δειλό ή ορμητικό, παγωμένο ή δροσερό. Ενίοτε στερεύει για μήνες και κάποτε εκβάλλει σε θάλασσες και ωκεανούς. Η δική μου παιδική ηλικία ήταν δροσερή, μάλλον δειλή, ουδέποτε κινδύνεψε να στερέψει, αλλά και τίποτα δεν προειδοποίησε ότι θα οδηγούσε σε επικίνδυνα βάθη. Ξεκίνησε συγκεχυμένη και απροσδιόριστη. Τηγανητές φέτες με γάλα, μυρωδιά παρκετίνης, πολύωρα μπάνια στη θάλασσα. Πιο μετά, μοναχικές στιγμές που με φόβιζαν και έτρεχα έξω για να αλλάξω ιδέα.  
Η βούλα του επίσημου τέλους της μπήκε, πολύ αργότερα, με έναν θάνατο. Όσο δεν χάνεις γονέα τίποτα δεν μπορείς να μετρήσεις. Ο χρόνος κυλάει χωρίς να περνά και η ηλικία είναι κεράκι σε τούρτα. Το μεγάλωμα είναι ζαριά. Δεν συμβαίνει ούτε με κανόνες ούτε με πρόγραμμα. Στροβιλίζεσαι μες στην ιλιγγιώδη περιστροφή της ρουλέτας και προσγειώνεσαι σε απλές τύχες: κόκκινα-μαύρα, μικρά-μεγάλα, μονά-ζυγά.
Το δικό μου μεγάλωμα παίχτηκε στα μονά (δεν είχα αδέλφια) και εναλλάξ στα κόκκινα και στα μαύρα (παρορμητική φύση με νευρικές μελαγχολίες). Rien ne va plus δεν είπα ποτέ. Ίσως το είπαν κάποιοι άλλοι για μένα. Η ενηλικίωση είναι θέαμα. Με ηθοποιούς, κομπάρσους, σκηνοθέτες, σκηνογράφους. Προσωπικά υπήρξα σκηνογράφος, αν και επί χρόνια νόμιζα πως ήμουν σκηνοθέτης.
Ο γάμος είναι βιβλίο. Ξεκινάει σαν φωτογραφικό άλμπουμ, συνεχίζεται σαν μυθιστόρημα και τελειώνει σαν δοκίμιο. Σε μένα συνέβη αντίστροφα. Λεύκωμα δεν φτιάχτηκε ποτέ, παντρεύτηκα με την Εισαγωγή στην ψυχανάλυση και χώρισα με το Χιροσίμα, αγάπη μου.
Η παιδοποιία χαρακτηρίζεται από τη θεωρία του χάους. Του λες τα Τρία Γουρουνάκια στα τρία και γίνεται φυτοφάγος στα είκοσι. Ή, αλλιώς, στέλνεις το παιδί σου για master στο Λονδίνο την ώρα που ένα άλλο γράφεται στο συσσίτιο στη Μαδρίτη.
Ίσως δεν έγινα μαμά διότι φοβόμουν τις συνέπειες των πράξεών μου. Ίσως επειδή η παιδική ηλικία μου ήταν μονή, δειλή και κοκκινόμαυρη. Ή επειδή ποτέ δεν πήρα στα σοβαρά τη μυθολογία περί μητρικού φίλτρου. Για μένα η βιολογία με τις ηθικές προεκτάσεις που κρέμεται σαν ιερό καντηλέρι πάνω από τις κούνιες των μωρών, έμοιαζε πάντα πολύ πιο ασήμαντη από την ωφέλιμη κουνουπιέρα. Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Διότι πιστεύω πως πιο πολλά λες με εικόνες παρά αναλύοντας. Και επειδή τα σχήματα λόγου που φτιάχνω στο κεφάλι μου με βοηθούν να καταλαβαίνω καλύτερα αυτά που οι άλλοι θεωρούν κατακτημένα.

Leave a Reply