ΧΩΡΙΣ ΠΑΙΔΙΑ-ΑΠΟΚΡΙΕΣ 2013

Αν χαίρομαι για κάτι που δεν έχω παιδιά είναι οι Απόκριες. Καθώς δεν είμαι υποχρεωμένη να σπάσω το κεφάλι μου τι θα ντύσω την κόρη ή τον γιο μου, έχω όλον τον χρόνο να σκεφτώ πώς με έντυνε η δική μου μητέρα.
Είχα την ατυχία να έχω μια εμπνευσμένη περί των αποκριάτικων στολών μαμά, η οποία απέρριπτε με συνοπτικότατες διαδικασίες τις μεταμφιέσεις «του συρμού», όπως έλεγε, δηλαδή πριγκίπισσες, χιονάτες, νεράιδες και τα συναφή.
Ουδέποτε οπισθοχώρησε στα κοριτσίστικα παρακάλια μου να φορέσω στέμμα ή λουλούδια στα μαλλιά, με το ακλόνητο επιχείρημα ότι το καρναβάλι δεν είναι γιορτή καλλιστείων αλλά ανατροπή της καθημερινότητας. Τουτέστιν, η ευκαιρία για να οργιάσει η φαντασία.
Όταν ήμουν γύρω στα δέκα με έντυσε μαύρο χορευτή του Ρίο. Προμηθεύτηκε καφέ μπογιά αρίστης ποιότητας από ειδικό κατάστημα (το ίδιο ακριβώς σκεύασμα που χρησιμοποιούσε γνωστή ηθοποιός που πρωταγωνιστούσε στο χιτ της τότε θεατρικής Αθήνας Αγάπη μου, Ουάουα), καφέ ολόσωμη φόρμα και πολύχρωμα πλαστικά χόρτα. Μια ξανθιά (!) άφρο περούκα και πολλά χαϊμαλιά συμπλήρωναν τη βραζιλιάνικη φαντασίωση, η οποία καθόλου δεν ενθουσίαζε ένα κοριτσάκι που ήθελε να κάνει την ωραία.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις αμέτρητες ώρες μπροστά στον καθρέφτη για να μου βάψει καφέ τα χέρια, το πρόσωπο και τον λαιμό, ούτε την αυστηρή συμβουλή της: «Μη χαμογελάς στην αρχή για να μη σε καταλάβουν. Θα έχει πιο πολλή πλάκα έτσι!» Βλέπετε, φορούσα σιδεράκια, εκείνα τα φριχτά βραχιολάκια των ’70s γύρω από κάθε δόντι…
Στα περίφημα αποκριάτικα μπαλ ντ’ ανφάν της εποχής μου (έτσι τα λέγαμε τότε) οι μαμάδες κάθονταν στη «σάλα» πίνοντας τον καφέ τους και επιβλέποντας κατά καιρούς τι συνέβαινε στην αίθουσα του χορού. Εγώ απρόσιτη και αγέλαστη κάτω από το βλέμμα της, με ένα τσούρμο παιδιά γύρω μου να αναρωτιούνται ποια είμαι, υπήρξα η αδιαμφισβήτητη ατραξιόν της βραδιάς. Όμως δεν θυμάμαι ποτέ να διασκέδασα λιγότερο, μέχρις ότου πέταξα την περούκα και τα χαϊμαλιά και τα σιδεράκια μου έλαμψαν κάτω από την περιστρεφόμενη ντισκομπάλα.
Κι όμως. Η πιο γλυκιά ανάμνηση από την αποκριάτικη παιδική ηλικία μου δεν είναι ούτε τα ξεφαντώματα, ούτε οι στολές, ούτε η γιάνγκα που χορεύαμε ξεσηκώνοντας οικοδομικά τετράγωνα. Είναι η μαμά μου να με ξεβάφει με ένα τεράστιο μπουκάλι γαλάκτωμα, εγώ να πέφτω κάτω από τη νύστα, και η φωνή της να μου μουρμουρίζει στο αυτί: «Κάνε λιγάκι υπομονή και τελειώνουμε. Ήσουν υπέροχη απόψε, πριγκίπισσά μου!»

Leave a Reply