ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΠΑΡΤΙ

πάρτιΔιάλεξε μόνη της φουστάνι. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και είπε: «Τι ωαίο φόεμα!». Με το ζόρι κάθισε να της πιάσω τα μαλλιά. Eνθουσιασμένη πηγαινοερχόταν στο σπίτι, φωνάζοντας «Έτοιμη! Πάμε! Φύγαμε!». Ύστερα, την πήρα από το χέρι και την πήγα στο πρώτο της πάρτι.

Σε έναν χώρο απ’ αυτούς που πουλάνε φουσκωτή διασκέδαση με υψηλή περίφραξη. Εκστασιάστηκε. Αυθόρμητα άφησε το χέρι μου και έτρεξε σε ένα αυτοκινητάκι. Με αναζήτησε μόνο όταν προσπαθούσε να ανεβεί. Την άφησα με τον μπαμπά της και κάθισα σε ένα τραπέζι να χαιρετήσω, να ευχηθώ κου-λου-που. Μετά από κάμποση ώρα ήρθε και κάθισε στα πόδια μου.

Σε λίγο κατέφθασαν οι υπόλοιποι καλεσμένοι του πάρτι που μέχρι τότε πήδαγαν σε κάποιο τραμπολίνο. Όλα παιδιά μεγαλύτερά της, στοιχισμένα, ιδρωμένα, πεινασμένα. Η υπεύθυνη τα οδήγησε να καθίσουν στα χαμηλά τραπέζια με τις πολύχρωμες καρέκλες. Εκείνη τα κοίταξε. Κατέβηκε από τα πόδια μου και στάθηκε κάπου ανάμεσα στην αγκαλιά μου και σ’ εκείνα. «Αν θες πήγαινε στα παιδιά» της φώναξα. «Αν όμως δεν θες, μπορείς να κάτσεις εδώ μαζί μου». Δεν άκουσε τη δεύτερη επιλογή. Είχε ήδη αρχίσει να ξεμακραίνει.

Κάθισε σε μια καρεκλίτσα που είχε περισσέψει στην άκρη, πήγε κοντά ο μπαμπάς της – όχι ότι την ένοιαζε. Ύστερα ήρθαν τα πλαστικά πιάτα με το φαγητό του πάρτι. «Η μικρούλα θα φάει;» μας ρώτησαν. «Όχι» πετάχτηκα έντρομη για την ποιότητα των ψωμοειδών εδεσμάτων. Το μετάνιωσα αμέσως. Την είδα να κοιτάζει τα πιάτα των άλλων παιδιών και ξέρω πόσο της αρέσει το φαγητό. Οκ, αποφεύγω να της δίνω γλυκά και σνακ αμφιβόλου προελεύσεως, αλλά τώρα είναι ειδική περίσταση, σκέφτηκα. Πήγα στην υπεύθυνη και ζήτησα ένα πιάτο «για τη μικρούλα». Αμέσως έτρεξα να της καθαρίσω τα χέρια με ένα μωρομάντηλο. «Άστη» μου είπε ο πατέρας της. «Άστη να φάει όπως τα υπόλοιπα παιδιά». Δεν μίλησα. Επέστρεψα στην καρέκλα μου με το βλέμμα καρφωμένο επάνω της. Είχε βουτήξει τα στρουμπουλά της δαχτυλάκια μέσα στο λουκανικοπιτάκι και το έφερνε στο στόμα της. Έκοβε μια δαγκωνιά, το άφηνε, έπιανε το τυροπιτάκι. Δεν γύρισε να με αναζητήσει. Ίσως μία φορά. Ούτε τον πατέρα της. Καθόταν εκεί, στην άκρη του τραπεζιού, δίπλα σε μια μεγάλη παρέα από μικρούς πολύχρωμους ανθρώπους, τους παρατηρούσε και έτρωγε. Ένα μέλος απολύτως εναρμονισμένο με την ομάδα.

Στη δική μου καρέκλα οι μπουκιές – εννοείται δοκίμαζα από τον μπουφέ ό,τι έτρωγε για να τσεκάρω – εναλλάσσονταν με τις ανησυχίες. Τι να περιέχουν αυτά τα σπογγοειδή πιτάκια; Πόσο καιρό τα έχουν; Πόσα μικρόβια μπαίνουν μαζί τους στον ευάλωτο οργανισμό της; Κι αν ο διπλανός της είναι άρρωστος; Φορέας κάποιου επικίνδυνου ιού; Κι αν πάει να βουτήξει κανένα κεφτεδάκι από το πιάτο του και της ρίξει καμιά; Αν πέσει από την καρέκλα της; Τις κατάπια όλες. Αμάσητες.

Σκέφτηκα την πρώτη φορά που θα δοκιμάσει αλκοόλ, που θα ανεβεί σε μηχανή, που θα κάνει σεξ, που θα πάει διακοπές με τις φίλες της, που θα ταξιδέψει στο εξωτερικό… κι εγώ δεν θα είμαι εκεί. Και δεν πρέπει να είμαι εκεί. Γιατί ορισμένες φορές πρέπει απλώς να στέκεσαι μακριά και να βλέπεις το παιδί σου να μεγαλώνει. Και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να έχεις εμπιστοσύνη σε εκείνο και κατ’ επέκταση στον εαυτό σου για όσα του έμαθες. Φυσικά, αν θες μπορείς να τρως τις σόλες των παπουτσιών σου από την αγωνία. Μόνη σου. Γιατί αυτό είναι δικό σου πρόβλημα, μαμά.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο 31ebdomades, ένα site που εστιάζει στην προωρότητα. 

Leave a Reply