MAMA, ΘΑ ΠΑΣ ΔΟΥΛΕΙΑ;

Ένα παιδικό κλαψούρισμα αρκεί για να θυμηθείς ότι δουλεύεις πάντα για κάποιον άλλον, σπάνια για τον εαυτό σου. Ότι δουλεύεις πάντα από ανάγκη, σπάνια από χαρά. Ότι δουλεύεις πάντα για να επιβιώσεις, σπάνια για να ζήσεις. Και πως ποτέ δεν μπορείς να τα παρατήσεις τη στιγμή που θα το θελήσεις βαθιά. Ακόμη κι αν αυτή η θέληση οφείλεται στο σημαντικότερο πλάσμα της ζωής σου… 
Τυπικό πρωινό μιας τυπικής ημέρας. Σερβίρω καφέ, ζεσταίνω γάλα, ξεφλουδίζω φρούτα, ανοίγω λογαριασμούς, αλείφω φρυγανιές με βούτυρο, υπολογίζω χαράτσια, στύβω ρόδια και πορτοκάλια. Μια στάλα μαρμελάδα στη φούστα, ένα μήνυμα στο κινητό, ένας πόντος στο καλσόν, ένα φιλί στον μπαμπά, ένα ξεχασμένο ραντεβού, ένα επιβεβλημένο meeting και αμέτρητες αγωνίες: Τι θα φάνε; Πώς θα ντυθούν; Φτάνουν τα λαχανικά; Αρκεί το κρέας; Έχουμε πάνες; Τελειώνουν τα λεφτά; Στερεύει η υπομονή; Εκείνη, τρίχρονη debutante στον άχαρο κόσμο των ενηλίκων, έκπτωτη πριγκίπισσα από το βασίλειο της εργαζόμενης μαμάς, κάθεται σε μια γωνιά αγκαλιά με τη Ροζούλα της και με χαζεύει. Χάζι βουβό, χωρίς χαμόγελο. Χάζι επικριτικό, χωρίς συγχωροχάρτι. Χάζι που αν είχε λαλιά θα με αποκαλούσε «χαζή μαμά». Κάνω να τη χαϊδέψω και τραβάει το μουτράκι της μακριά καρφώνοντας ακόμη μια φορά στην καρδιά μου την ερώτηση-μαχαιριά: «Θα πας δουλειά;» Ερώτημα με τον τόνο της φωνής εξαντλημένο στο ρήμα, ερώτημα αδιαπραγμάτευτο που δεν γυρεύει και δεν αποδέχεται καμιά δικαιολογία. Της γνέφω καταφατικά ματαιώνοντας και σήμερα την ελπίδα της πως η μαμά θα μείνει μαζί της. Δεν κλαίει, ούτε φωνάζει. Βαρέθηκε και να κλαίει, και να φωνάζει. Παίρνει τη Ροζούλα της, κατευθύνεται στο δωμάτιό της και κλείνει πίσω της την πόρτα δυνατά. Δεν θέλει, λέει, κανέναν δίπλα της. Ούτε τη γυναίκα που τη φροντίζει από τότε που γεννήθηκε, ούτε τη γιαγιά. Δεν θέλει ούτε το φιλί της μαμάς, ούτε την αγκαλιά της. Τι να πεις σ’ ένα τρίχρονο; Πως πάνω που είχαμε στήσει τη μικρή μας αποικία ήρθαν οι βάρβαροι και μας την έκαψαν; Ότι πάνω που είχαμε μαζέψει δυο φράγκα ήρθαν οι ληστές και μας λεηλάτησαν; Τι παραμύθι να επινοήσεις και ποια ιστορία να πλάσεις όταν φοβάσαι ότι στο τέλος μπορεί να είναι οι «κακοί» εκείνοι που θα ζήσουν καλύτερα από εσένα;
Βγαίνω στα «χαλάσματα» με βαλσαμωμένη ψυχή. Στ’ αυτιά μου αντηχεί η σιχαμερή ατάκα: «Κάνε τον σταυρό σου που έχεις τη δουλίτσα σου». Κινούμαι σημειωτόν για τη «δουλίτσα» μου χαζεύοντας γύρω μου την πόλη: νεκρή ζώνη, θαμπά τζάμια, κλειστά μαγαζιά, ερειπωμένες παιδικές χαρές, περήφανος λαός σκυφτός στους δρόμους με θυμωμένα μάτια, έτοιμος να πιαστεί στα χέρια για το παραμικρό. Μέσα μου βράζω. Το μυαλό μου, καζάνι έτοιμο να εκραγεί από κλισέ ατάκες τακτοποιημένων μαμάδων: «Εγώ προτίμησα να αφιερώσω χρόνο στο παιδί και να βάλω σε δεύτερη μοίρα τη δουλειά μου». Μαμάδες-πρότυπα ανατροφής, κρυμμένες πίσω από οικογενειακά και συζυγικά πορτοφόλια που ποτέ δεν έχουν τα κότσια να παραδεχτούν το αυτονόητο: πως αν δεν έχεις φράγκα δεν έχεις και περιθώρια επιλογής. Στη χύτρα της παράνοιας έρχονται να προστεθούν και διανοουμενίστικες απόψεις «ειδικών» τού στιλ: «Τώρα στην κρίση, μη λέτε ποτέ στα παιδιά ότι πρέπει να δουλεύετε πολύ γιατί έχετε ανάγκη τα χρήματα, διότι έτσι θα αντιπαθήσουν τη δουλειά…» Κι όμως. Όταν η πραγματικότητα αρχίζει να νοθεύει τη μαγεία του παραμυθιού δεν οφείλουμε στα παιδιά μας τίποτε παραπάνω από την αλήθεια. Από την αποκάλυψη της νέας αταξίας πραγμάτων που όλες εμείς οι σκληρά εργαζόμενες μαμάδες παλεύουμε καθημερινά με νύχια και με δόντια να βάλουμε σε μια σειρά. Με όλες τις αντιξοότητες και την παλεύουμε.
Η χύτρα σφυρίζει, το καζάνι σκάει και στο πρώτο φανάρι κάνω αναστροφή. Παρκάρω όπως όπως, ανεβαίνω δυο δυο τα σκαλοπάτια, ανοίγω την πόρτα του σπιτιού και τρέχω στο δωμάτιό της. Η μικρή μου πριγκίπισσα κάθεται ακόμη στο ίδιο σημείο αγκαλιά με τη Ροζούλα της. Με κοιτάζει και τα μάτια της λάμπουν. «Η μαμά σήμερα δεν θα πάει δουλειά. Θα κάτσει δίπλα σου για να σου πει μια ιστορία…» «Με μάγισσες;» «Όχι, καρδιά μου. Σ’ αυτό το παραμύθι δεν υπάρχουν μάγισσες. Σ’ αυτό το παραμύθι υπάρχει μόνο μια κακιά βασίλισσα που ένα πρωινό πήρε από τα παιδάκια της χώρας που κυβερνούσε όλα τους τα παιχνίδια. Από κάποια άρπαξε και τα ρούχα, και τα σπίτια, και τα σχολεία, και τη ζεστασιά και τη χαρά, ακόμη και τη ζωή. Αυτή η κακιά βασίλισσα δεν αγαπούσε τα παιδάκια. Αδιαφορούσε αν θα είχαν φάρμακα και βιβλία. Αν θα ήταν χαρούμενα κι ευτυχισμένα». «Και ο πρίγκιπας;» «Δεν έχει πρίγκιπα, ζωή μου, αυτό το παραμύθι. Έχει μόνο γονείς που αγαπάνε πολύ τα παιδιά τους και που με βοηθό τους τη δουλειά παλεύουν να τους χαρίσουν όλα αυτά που τους πήρε η κακιά βασίλισσα. Γι’ αυτό, κάθε πρωί, η μαμά και ο μπαμπάς φεύγουν παρέα με την καλή δουλειά για να πάνε να φέρουν και φαγητό, και σπίτι, και παιχνίδια, και νερό, και ζεστασιά, και βιβλία, και φάρμακα». «Και θα τη νικήσουν, μαμά, την κακιά βασίλισσα;» «Αυτό είναι το μόνο σίγουρο, ψυχή μου. Κάποια μέρα θα τη νικήσουν κι εσείς τα παιδιά θα φτιάξετε έναν καλύτερο κόσμο. Αυτόν τον κόσμο που όλοι εμείς οι μεγάλοι δεν μπορέσαμε να φτιάξουμε για όλους εσάς τους μικρούς, γιατί πιστέψαμε στην κακιά αυτή βασίλισσα». Δυο μικρά χεράκια μ’ αγκαλιάζουν σφιχτά κι ο μίζερος κόσμος μας φαντάζει ήδη διαφορετικός. Η «δουλίτσα» μου μεταμορφώνεται σε βασίλειο, οι φόβοι μου σε κουρέλια, οι ισχυροί σε κολοκύθες και η κακιά βασίλισσα σε βάτραχο εξορισμένο από το μέλλον των παιδιών μας. Η μικρή μου σοφή σηκώνεται όρθια, κορδώνει το λιλιπούτειο κορμάκι της, μου χαμογελάει γλυκά και μου χαρίζει τον κόσμο ολόκληρο με μια της μόνο φράση: «Μαμά, να πας δουλειά!»

3 Σχόλια

  1. Mum 13 Σεπτεμβρίου, 2016
  2. Mary 7 Φεβρουαρίου, 2014
  3. Μαρία Σ. 5 Φεβρουαρίου, 2014

Leave a Reply