ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΗΤΑΝ ΠΕΡΙΤΤΑ

Η εκπαίδευση ήταν τέτοια που μια γρήγορη, κοφτή, πλάγια ματιά της ήταν τόσο εύγλωττη κι αμέσως η πλάτη ορθωνόταν και τα πόδια σταύρωναν χαμηλά στους αστραγάλους μέχρι να μουδιάσουν τελείως· να ακινητοποιηθούν. Έτσι διόρθωνε η μαμά την κακή στάση εμού και της αδερφής μου ενώπιον συγγενών και φίλων. Διότι κακή στάση ήταν να κάθονται τα επτάχρονα δίδυμα κορίτσια της νωχελικά στην καρέκλα και χωρίς να προσέχουν το άνοιγμα των ποδιών τους ή το ύψος της φουστίτσας τους. Κάθε φορά που πηγαίναμε επίσκεψη παρέδιδε το μάθημα: πώς καθόμαστε, πώς μιλάμε –πάντα στον πληθυντικό στους πρεσβυτέρους μας–, πώς τρώμε, πώς κοιτάζουμε.
Το θυμήθηκα γιατί τις προάλλες βρέθηκα σ’ ένα παιδικό πάρτι. Γενέθλια εξάχρονης παιδίσκης ήταν και ο ανιψιός μου μέρες ολόκληρες κράδαινε την πρόσκληση και προετοιμαζόταν: «Πόσες μέρες απομένουν, τι δώρο θα της πάω, τι θα φορέσω;» Τι να φορέσει το αγόρι; Ένα παντελόνι, ένα πουκάμισο ποτέ καρό, η γιαγιά μου το καρό πουκάμισο το θεωρούσε έγκλημα καθοσιώσεως για τον άντρα, και το μπουφάν του. Εύκολα πράγματα και απλά. Τόσο απλά που όταν είχα μάθει, εκεί κατά τον πέμπτο μήνα της κυοφορίας του, ότι είναι αγόρι, είχα απογοητευθεί λίγο. Σκεφτόμουν ότι αν ήταν κοριτσάκι θα είχα τόσες επιλογές όταν θα του ψωνίζω…
Τέλος πάντων, είναι αγόρι και η πολυαναμενόμενη Κυριακή ξημέρωσε. Πηγαίνοντας, σκέφτηκα κι εγώ σαν τη μάνα μου να του πω δυο λόγια. Ξέρετε, να μην κάνει φασαρία, να μην ενοχλεί, τέτοια… Για το πώς θα κάθεται δεν είχα διδακτέα ύλη, καθότι άντρας αυτός! Πολύ γρήγορα, στο πάρτι, τα φύλα χωρίστηκαν στην παρέα και στο παιχνίδι. Παρατήρησα ότι τα αγοράκια ήταν σχεδόν υποτονικά και με γουρλωμένα μάτια. Ράθυμα. Και πώς να μην είναι τα έρημα;
Τι θύελλα ήταν αυτή; Αρκετά, ευτυχώς όχι όλα, κοριτσάκια ήταν ντυμένα από τις μαμάδες τους όπως ντυνόμασταν εμείς στα δεκαοκτώ (όσες είχαμε γλιτώσει τη στράτευσή μας στην ΚΝΕ) τη μακρινή δεκαετία του ’80: γυαλιστερά ή δικτυωτά καλσόν, σούπερ μίνι, εφαρμοστά σε βαθμό ασφυξίας, φορεματάκια και μπλουζάκια. Μαλλιά σε βαραθρώδες μήκος και θυελλώδη κίνηση, και από ένα σημείο και μετά με σαφή τα υλικά της τούρτας διάσπαρτα. Και τα βλέμματα· αχ, αυτά τα βλέμματα των θηλυκών! Τα καημένα τα αγόρια είχαν φτάσει ομοθυμαδόν σε σημείο βρασμού και τήξεως…
Φύγαμε και σκεφτόμουν ότι εγώ μάλλον αυστηρά μεγάλωσα και ανατράφηκα με κανόνες ενίοτε σκληρούς για την παιδική μου ηλικία· αλλά από την άλλη, κι αυτή η εικόνα των κορασίδων-Μπάρμπι, στα όρια λολιτώδους παροξυσμού, δεν το κρύβω, με ενόχλησε. Οι μαμάδες, όπως και η δική μου τότε, ξέρουν πως τα παιδάκια τους έχουν χρόνια μπροστά τους και για σοβαρότητα, αλλά και για πολλές ντουζίνες ζαρτιέρες με στρινγκ. Πώς το ’λεγαν οι αρχαίοι εκείνο το ρητό; Μέτρον άριστον;

Leave a Reply