ΣΚΑΣΕ, ΠΟΥΛΑΚΙ ΜΟΥ!

Τον τελευταίο καιρό προσπαθώ να με χωρέσω σε μια μέρα. Να με χωρέσω στην καινούργια μου ζωή, να χωρέσω και μέσα στη λέξη μαμά. Γενικά το ρήμα «χωράω» με καθίζει πάλι στα θρανία, αφού προσπαθώ να το κλίνω σε διαφορετικούς χρόνους και πέφτω συνέχεια έξω.
Για μένα η μητρότητα μοιάζει με τη Μονόπολη. Εκεί που νομίζεις ότι κρατάς στα χέρια σου την ευκαιρία, μένεις με το «τίποτα» και έχεις να διαχειρίζεσαι και τη χασούρα σου. Ενώ δηλαδή αγοράζω τη Βασιλίσσης Σοφίας και την οδό Αμαλίας, σε μια ζαριά βρίσκομαι φυλακή και σε δυο ζαριές μένω με τα χέρια αδειανά. Έτσι και στη μαμαδο-ζωή, από τα πολλά στα λίγα και τούμπαλιν. Είναι μέρες που φαίνεται ότι έχω πάρει το μαμαδένιο πηδάλιο στα πόδια μου και την πηγαίνω την κατάσταση. Φευ, είναι και άλλες που το μαγαζί μένει κλειστό λόγω μελαγχολίας και με διάφορα μερεμέτια προσπαθούμε να με επαναφέρουμε στην αρχική μου κατάσταση, «η μαμά προσπαθεί».
Η μητρότητα έχει γίνει η προκρούστεια κλίνη μου. Όλο με τραβάω και είναι και μέρες που με μαζεύω τόσο φοβικά που δεν μένει τίποτα όρθιο πάνω μου. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αυτό που με ενδιαφέρει είναι να είμαι αποτελεσματική μάνα. Μέσα στη μέρα εύχομαι να είμαι για εκείνον «χρήσιμη» τουλάχιστον μια ολόκληρη ώρα. Να είμαι «εκεί» χωρίς περισπάσεις.
Πάω στέκομαι απέναντι στον μικρό άνθρωπο και του λέω «Έλα, είμαι δική σου». Το λέω δε με τέτοια πειθώ, που κάνει τις υποσχέσεις των εραστών να μοιάζουν χλομές μπροστά στην ένταση της δικής μου. Και φυσικά δεν το λέω έτσι για να το πω, το λέω γιατί πραγματικά θέλω να του δώσω την Τζούλη συμπυκνωμένη και βαρυσήμαντη. Να είμαι εκεί όσο ποτέ δεν ήμουν εκεί για κανέναν άλλον. Ούτε καν για τον εαυτό μου. Του κάκου όμως, πάντα χτυπάει το τηλέφωνο ή μετά τα πρώτα είκοσι λεπτά αυτή που δήλωνε «είμαι δική σου» αρχίζει να νιώθει ενοχλητικές σουβλιές στη μέση της και σταματάει το μπουσούλημα. Αυτή που δήλωνε «δική του» με τα μαλλιά σουρομαδημένα και αυτά τα μελιστάλαχτα αγκού και γκου γκου και τη μουσική που έχουν όλα αυτά τα παιχνίδια (έλεος,  αλλά και από την άλλη, τι να παίζουν, το Μπολερό του Ραβέλ;) κουράζεται και πάει να φτιάξει ένα χαμομήλι, ένα τίλιο. Δεν είναι ακριβώς πια «δική του». Γιατί κάθεται στον καναπέ να το πιει το ρόφημα (και το παυσίπονο μαζί) και φοβάται μην τσουρουφλιστεί το μωρό με το καυτό αφέψημα, και αρχίζει τα «Κάθισε, Κωνσταντίνε μου, παίξε με τα κυβάκια σου». Και τελικά πραγματικά «δικά του» είναι μόνο αυτά τα κυβάκια, που είναι εκεί για αυτόν όλες τις ώρες και τις μέρες της εβδομάδας, και δεν θα πάνε πουθενά, ούτε κουράζονται. Μετά ο Κωνσταντίνος, που είναι το κέντρο της, όπως εκείνη συνηθίζει να λέει, και όπως οφείλει να είναι κάθε σωστό κέντρο κάθε ανθρώπου που νομίζει ότι κάτι είναι το κέντρο του, αρχίζει να τσιρίζει (για να της τραβήξει την προσοχή). Και εκείνη αρχίζει να «οχυρώνεται» και να σιχτιρίζει τον ρόλο της. Και εκεί πάνω σκέφτεται «Πόσο δική του μπορώ τελικά να είμαι;» Πόσο χωράει τελικά και επαρκεί και στον εαυτό της και στο παιδί της; Και, τσουπ, να το πάλι το ρήμα «χωράω». (Δεν ξέρω γιατί το γύρισα σε τρίτο πρόσωπο, μάλλον για να μη με αντικρίσω;)
Τα μωρά, τα παιδιά, τελικά, πάντα θα μας βάζουν να μετριόμαστε, να βλέπουμε σε τι χωράμε και σε τι δεν χωράμε. Δεν είναι μόνο προκρούστεια η κλίνη αλλά και το ντιβάνι του Φρόυντ. Και πείτε μου μετά ποια είναι εκείνη η ιδανική μάνα που αντέχει; Εγώ δίπλα στο ιδανική βάζω πάντως και το ανάξια. Ποια να είναι εκείνη (και πώς μοιάζει) που στιγμή δεν θέλησε να του πει: «Σκάσε, πουλάκι μου», «με έχεις ξεκάνει, πουλάκι μου…» ή ακόμα καλύτερα να του πει «άντε, μη σου… τη μάνα» και άλλα τέτοια «μαμαδομπινελίκια», πάντα με την κατάληξη όμως «πουλάκι μου».
Εγώ το ομολογώ (επιστρέψαμε πάλι στο πρώτο πρόσωπο) πάνω που του δίνομαι άνευ όρων, με μαζεύω απότομα και σκέφτομαι «δεν θα με τρελάνει ένα τόσο δα πλασματάκι, τρελαίνομαι αν είναι και μόνη μου» και έρχεται ο Προκρούστης ξανά και αρχίζουμε τα φοβικά του πειράματα.

Δεν αντέχω να ακούω τις άλλες συναδέλφους στη μητρότητα, που αντί για πρωινό κατεβάζουν μάλλον ένα κουτί ζάναξ, να μου λένε ότι τα παιδιά τους τις ξεκουράζουν κιόλας. Σε κάνουν να νιώθεις τουλάχιστον μάνα-οπαδός του Ηρώδη και σκέφτεσαι ότι ανήκουν σε κάποια φανατική σέχτα που τους κάνουν καθημερινά πλύση εγκεφάλου. Δεν ξέρω τι λένε αυτές η λοβοτομημένες «αντέχω-μάνες». Εγώ ξέρω ότι θέλω να του δώσω τη «σαντιγί», αυτό που κάποιοι λένε ποιοτικό χρόνο και ακόμα κι εκεί «υπολειτουργώ».
Έτσι αποφάσισα να κάνω έκκληση στις αγανακτισμένες της μητρότητας. Σ’ αυτές που σηκώνουν συχνά πυκνά τα χέρια ψηλά. Σκέφτομαι να μαζευόμαστε και να ουρλιάζουμε – να ξεσπάμε σε ένα δωμάτιο σε τακτά χρονικά διαστήματα. Έχω αρχίσει να θέλω συμμάχους. Δεν θέλω άλλο αυτές τις καταφερτζούδες της μητρότητας, αλλά εκείνες που μένουν κάθε μέρα μετεξεταστέες, αλλά δεν τα παρατάνε και ξεκινούν πάλι από την αρχή και ό,τι ονειρεύονται είναι μια μέρα να τα καταφέρουν, έστω και για μια ώρα. (Συνεχίζεται.)

Leave a Reply