ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ

Τους φίλους μου, αυτούς που, μαζί με τη γυναίκα μου και την οικογένειά μου, αποτελούν τις πιο σταθερές αξίες στη ζωή μου, τους πρωτοσυνάντησα στο νηπιαγωγείο. Ήταν μαζί μου σε όλα τα χρόνια του σχολείου, ήταν μαζί μου όταν πήγαμε στην πρωτεύουσα να σπουδάσουμε, ήταν μαζί μου όταν παντρεύτηκα, ακόμα κι όταν έφτασα στο μαιευτήριο για να γίνω πρώτη φορά μπαμπάς…
Η παρουσία τους έδωσε μια ιδιαίτερη βαρύτητα στην αναμονή, την οποία, όμως, μοιραστήκαμε ως συνήθως. Και όταν η στιγμή ήρθε και όλα πήγαν κατ’ ευχήν, επιφορτίστηκαν με μια ακόμα ευθύνη: να με κάνουν να το συνειδητοποιήσω. «Πώς νιώθεις;» ήταν η πρώτη ερώτηση. «Εντάξει, το συμπαθώ…» απάντησα παρατηρώντας με σχετική αδιαφορία το σοκαρισμένο βλέμμα τους. Γιατί ναι μεν το μικροκαμωμένο ανθρωπάκι που λατρεύει να κλαίει και να κάνει τα κακά του πάνω σου όταν το αλλάζεις είναι κατά τ’ άλλα χαριτωμένο, αλλά, τουλάχιστον εγώ, δεν ένιωσα παρά μία συμπάθεια. Μπορεί να ακούγεται άθλιο, αλλά εκείνη τη στιγμή το θεώρησα σπουδαίο συναίσθημα απέναντι σε ένα πλάσμα που δεν ήταν ακόμα σε θέση να μου φανερώσει τον χαρακτήρα του.
Μάλλον μέχρι τότε απλώς παρατηρούσα αυτό που κάποιοι αποκαλούν «το θαύμα της μητρότητας», αλλά είχε πια έρθει εκείνη η στιγμή που όλοι κοιτούσαν επίμονα εμένα για να διακρίνουν αυτό που μερικοί ονομάζουν πατρότητα. Δεν ήξερα πώς συντελείται αυτή η αλλαγή. Και τι είναι, στο κάτω κάτω, αυτή η πατρότητα; Αυτό το απλό ερώτημα αντικατέστησε όλες τις μέχρι τότε υπαρξιακές αναζητήσεις μου.
Δεν καταλάβαινα τι ακριβώς άλλαξε, σε τι διέφερα από αυτόν που πριν από τέσσερα χρόνια ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος με μία τρύπα στην ψυχή που δεν μπορούσε με τίποτα να τη γεμίσει; Εντάξει, η τρύπα γέμισε, αλλά γιατί νιώθω πιο ίδιος από ποτέ με εκείνο το τετράχρονο αγόρι που τόσο έμοιαζε στον γιο μου τριάντα χρόνια πριν;
Τι είδους αλλαγή είναι αυτή;
Όλα αυτά μέχρι πριν από δύο μήνες, που πέρασα την πόρτα του παλιού μου νηπιαγωγείου. Κρατούσα απ’ το χέρι τον γιο μου για να τον αφήσω για την πρώτη του μέρα στο σχολείο. «Πόσο σου μοιάζει» μου είπε η δασκάλα του και με πλημμύρισε μια αλλόκοτη περηφάνια. «Όλα μοιάζουν», σκέφτηκα και κοίταξα τον γιο μου που ξέφυγε από το χέρι μου και άρχισε να τρέχει στο προαύλιο.
Έμεινα εκεί να τον κοιτάζω να παίζει με τα άλλα παιδιά και άρχισαν να αναδύονται ξεχασμένες από καιρό αναμνήσεις. Για μια στιγμή έκλεισα τα μάτια μου και άκουσα τις δικές μας φωνές, τον Γιώργο, τον Δημήτρη, τον Μπάμπη, τη Βάσω…
Όταν τα άνοιξα ήξερα πια πως τα παιδιά δεν σε αλλάζουν, απλώς σου φανερώνουν κάτι που έχασες πολλά χρόνια πριν.

Leave a Reply