ΜΙΚΥ ΚΑΙ ΜΙΚΗΣ

Αγαπημένε μου Μίκυ. Είναι η πρώτη φορά που σου γράφω, μα θέλω κάτι να σου πω. Άνοιξε λοιπόν τα μεγάλα μαύρα στρογγυλά αυτιά σου και άκουσε. Θέλω να σου ζητήσω ένα μεγάλο συγγνώμη που, μετά από εκατοντάδες κόμικς σου, δεν κατάφερα τελικά ποτέ να σ’ αγαπήσω. Μέρα-νύχτα σε διάβαζα! Χειμώνα-καλοκαίρι!
Ακόμα μου μυρίζουν οι πίτες της γιαγιάς Ντακ, ακόμα ζηλεύω τα τακουνάκια της Νταίζυ. Παρακολούθησα στ’ αλήθεια με επιμονή το αστυνομικό σου δαιμόνιο, συμπόνεσα τον άτυχο τον Ντόναλντ και με δελέασαν πολλές φορές, κι εμένα και τους φίλους μου, τα αμέτρητα δολάρια του Σκρουτζ. Ήρθα και στο Παρίσι να σε δω! Όμως… δεν τα κατάφερα… Ποτέ δεν σε αγάπησα όσο αγαπώ εκείνον. Τον άλλο Μίκη. Τον Μεγάλο. Τον Σπουδαίο. Τον Αληθινό. Φταίει που μου τον τραγουδούσανε πολύ οι γονείς μου; Φταίει που αυτός δεν τα πήγαινε τόσο καλά με την Αστυνομία; Φταίει που όταν τον ακούω γεμίζει γαλάζια κύματα και γιασεμιά η ψυχή μου; Συγγνώμη, Μίκυ. Μα δεν μπορώ να φανταστώ ένα τραγούδι που να λέει: «Τη Λιμνούπολη μην την κλαιαιαις, εκεί που πάει να σκύψει!». Ούτε και το «Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, ο Χιούι, ο Ντιούι κι ο Λιούι!» Γιατί εγώ είμαι παράξενο παιδί. Είμαι απ’ τη Θαλασσούπολη. Κι ακόμα κι αν τώρα λίγο θόλωσαν τα νερά της, το αίμα μου δεν θόλωσε. Κι όσο κι αν προσπαθήσεις να με πείσεις, ό,τι κι αν πεις… εμένα οι πίτες της γιαγιάς μου της Τασίας μυρίζανε καλύτερα!

Leave a Reply