ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΧΩΡΙΣ… ΔΕΙΚΤΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ| ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΜΙΑΣ ΜΑΜΑΣ ΑΛΑ… 80’S

08ae461f14a3d195f7e52b850155dc3c_L«Μαμά, τι είναι καλοκαίρι;» Το γεμάτο απορία βλέμμα της τρίχρονης κόρης μου, σε συνδυασμό με αυτήν την απλή κατά τα άλλα ερώτηση, με αφοπλίζει.

Πριν από λίγους μήνες της εξήγησα τι είναι ο χειμώνας, μετά με γοργούς ρυθμούς ήρθε και η ώρα της άνοιξης και να σου τώρα που η Εύα μού ζητά να της βάλω στο μικρό της μυαλουδάκι τι σημαίνει η λέξη καλοκαίρι.

Δεν σας κρύβω πως, ενώ στα δύο προηγούμενα είχα την απάντηση έτοιμη, στο καλοκαίρι κοντοστάθηκα για λίγα δευτερόλεπτα, σαν να μου ήταν πιο εύκολο να της εξηγήσω την έννοια της λέξης βάζοντας στο Cd το «Καλοκαίρι» από τις Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι.

Λες και απευθυνόμουν σε ενήλικα μου ήρθε να τη ρωτήσω: Θέλεις να σου πω για το καλοκαίρι όπως το ζεις εσύ ή όπως το έζησα εγώ κάποιες –λίγες εντάξει;‒ δεκαετίες πίσω, οπότε και η λέξη είχε όλη τη σημασία της;

Είχε άρωμα, χρώματα, γεύσεις αληθινές και ήλιο μπόλικο χωρίς –αναγκαστικά‒ επίμονη αντηλιακή προστασία.

Έκλεισα τα μάτια. Για μια μόνο στιγμή. Και μπροστά μου ήρθαν αυτόματα φωτεινές εικόνες από τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας τόσο στην Αττική –παιδί του κλεινού άστεως γαρ– τόσο και στα διάφορα θέρετρα που μας πήγαιναν οι γονείς μου την αδελφή μου και εμένα.

Για ένα λεπτό βρέθηκα σε μια από τις πολυσύχναστες παραλίες της Αττικής, αυτήν του Μαραθώνα. Όλη η οικογένεια σύσσωμη για το κυριακάτικο μπάνιο. Η θάλασσα-κρύσταλλο, με ελαφρύ κυματάκι, ίσα ίσα για να μας προτρέπει για περισσότερο παιχνίδι, χωρίς τσούχτρες και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, όπως λύματα, φουσκάλες κ.λπ.

Ατέλειωτες βουτιές με τα ξαδέλφια μου και παιχνίδια στην άμμο για ώρες χωρίς αντηλιακό φυσικά. Κι όμως τότε δεν θυμάμαι να καιγόταν κανείς μας, ούτε κι εγώ να φανταστείτε που είμαι και ανοιχτόχρωμη.

3686862616_25ac549034_z

Λίγα μέτρα από την παραλία, που τότε δεν είχε «κλείσει» από τις ξαπλώστρες και τις ομπρέλες, που σήμερα φτάνουν μέχρι εκεί που σκάει το κύμα, ούτε έφερε το βαρύ όνομα ενός πολυεθνικού ομίλου, η μαμά και η θεία να μας περιμένουν για να φάμε.

Πικ νικ κανονικό δηλαδή, με όλη τη σημασία της λέξης:

Η αρχή γινόταν με ντομάτα φρέσκια που μόλις είχε αγοραστεί από τη λαϊκή που βρισκόταν ελάχιστα χιλιόμετρα από την ακτή, πλυμένη κάποιες φορές και με θαλασσινό νερό.

Νομίζω ότι κάποιες φορές ακόμα έχω το άρωμα αυτής της ντομάτας στη μύτη μου όταν πλέον τις περισσότερες φορές οι μοναδικές ασφαλείς επιλογές μου είναι τα τσαμπιά βιολογικής καλλιέργειας από τα μεγάλα σούπερ μάρκετ.

Το «μενού» παραλίας είχε και πατάτες τηγανητές, λίγο πανιασμένες αλλά τόσο τραγανές. Και φυσικά… κεφτεδάκια. Λαχταριστά, ολοστρόγγυλα, μέσα στο λάδι, που το κάθε παιδί στην παρέα έτρωγε δέκα δέκα, χωρίς να έχουμε τις μαμάδες να μας φωνάζουν ότι φάγαμε πολύ.

Για το τέλος φυσικά το… πρωτόκολλο του αυτοσχέδιου γεύματος δίπλα στη θάλασσα ήθελε καρπούζι, που πιο κόκκινο δεν θυμάμαι να έχω δει και πιο νόστιμο σίγουρα δεν έχω γευτεί.

Και μετά ύπνος κάτω από πανύψηλα πεύκα που μας χάριζαν όλη τους τη σκιά, το ένα παιδί δίπλα στο άλλο, στις ψάθινες ξαπλώστρες που χρησίμευαν και για στρώματα, μέχρι το απόγευμα που θα πηγαίναμε ξανά στην παραλία για λίγες ώρες ακόμα παιχνίδι μέσα στο νερό. Τότε αυτό το σκηνικό το κοροϊδεύαμε, τώρα με τα ξαδέλφια μου το αποζητούμε και το θυμόμαστε με μεγάλη νοσταλγία. Τώρα, όταν έρχονται οι Κυριακές του καλοκαιριού, το σκέπτομαι πολύ αν θα πρέπει να πάω με το παιδί για μπάνιο στην παραλία της Αττικής… Πείτε με υπερβολική, πείτε με μίζερη, όμως αμφιβάλλω πλέον αν οι ακτές στα πέριξ των Αθηνών είναι τόσο καθαρές, ώστε να μπαίνουν, χωρίς φόβο και πάθος, τα μικρά παιδιά.

02

Την επόμενη στιγμή βρέθηκα στην πλατεία της παλιάς μου γειτονιάς, στο κέντρο της Αθήνας. Σε μια περιοχή που τα νεοκλασικά τα έβρισκες –και συνεχίζεις να τα βρίσκεις‒ σε κάθε γωνία και που κάθε τετράγωνο είχε και μια πλατεία, η οποία μάλιστα ήταν γεμάτη παιδιά. Παιδιά όλων των ηλικιών: Από μωρά που πριν από λίγο καιρό έκαναν τα πρώτα τους βήματα μέχρι κορίτσια και αγόρια στην προεφηβεία, τα οποία αντάλλασσαν τα πρώτα «μυστήρια» βλέμματα, χωρίς, όμως, να ξέρουν τι και πώς. Μας θυμάμαι να παίζουμε μέχρι τελικής πτώσεως: σκοινάκι, μπάλα, τα μήλα ‒ χωρίς ρολόι, χωρίς να μας νοιάζει ο χρόνος που κυλούσε.

Λες και ήταν η μέρα 23 ώρες και η νύχτα μία. Χωρίς κινητά τελευταίας τεχνολογίας να μας χαλάνε το παιχνίδι ή να μας παρασέρνουν σε άλλα, ατομικά που θα μας έκλειναν στο καβούκι μας και χωρίς τη μαμά να βρίσκεται πάνω από το κεφάλι μας, στο δίπλα παγκάκι, ακριβώς γιατί ήξερε ότι δεν επρόκειτο να μας συμβεί τίποτα, δεν θα μας πλησίαζε κανείς με περίεργες διαθέσεις και μας άφηνε ελεύθερα να παίζουμε και να τρέχουμε μέχρι τη στιγμή που θα κρυβόταν και η τελευταία αχτίδα του ήλιου.

Και τότε, εμείς, λες και είχαμε καταπιεί ρολόι, με έναν μαγικό τρόπο, γνωρίζαμε ότι είχε έρθει η ώρα να γυρίσουμε στο σπίτι.

Αποκαμωμένα, ιδρωμένα, ένα μπάνιο, λίγη κουβεντούλα στη βεράντα μαζί με τον μπαμπά για να του διηγηθούμε τα κατορθώματά μας στην πλατεία και στη συνέχεια στα κρεβάτια μας κατευθείαν.

Ως την επόμενη ημέρα, που όσα θα παραμέναμε στην Αθήνα θα δίναμε ραντεβού το απόγευμα με τα φιλαράκια μας στην πλατεία. Εκείνη τη στιγμή μου ήρθε σαν φλας η σκέψη ότι η δική μου κόρη μάλλον θα πρέπει να… ενηλικιωθεί για να πάει μόνη της στην πλατεία και φυσικά όταν αυτό γίνει θα έχει πάνω της τα απολύτως απαραίτητα, όπως κινητό, αντηλιακό, αντικουνουπική λοσιόν και εμένα να κάνω ανά τέταρτο «εφόδους» για να δω αν όλα είναι καλά και δεν γυρνά καμία ύποπτη φάτσα σε ακτίνα χιλιομέτρου.

deketia902

Αμέσως μετά, το μυαλό μου πήγε στην πιο συχνή ερώτηση που ανταλλάσσαμε με τους παιδικούς μου φίλους κάθε καλοκαίρι: Πόσα μπάνια και πόσα παγωτά έφαγες αυτό το καλοκαίρι; Και εμένα να απαντώ: Ένα μπάνιο πιάνεται την ημέρα ή πρωί-απόγευμα; Και το παγωτό; Χωνάκια, ξυλάκια ή κυπελλάκια;

Όποια και αν ήταν η απάντηση, τα παγωτά των καλοκαιριών της παιδικής μου ηλικίας μύριζαν φράουλα, φιστίκι, μπανάνα, ήταν γεμάτα σοκολάτα που έλιωνε στο στόμα, όλο άρωμα και γλύκα.

Και το σπουδαιότερο: Δεν χρειαζόσουν να πας σε ακριβά ζαχαροπλαστεία για να τα γευτείς, όπως σήμερα, που χάνεσαι ανάμεσα στις δεκάδες διαθέσιμες γεύσεις από σπάνια φυτά της μακρινής Βραζιλίας, καθώς τα έπαιρνες και με ένα κατοστάρικο, το πιο συνηθισμένο χαρτζιλίκι τότε, στην ΕΒΓΑ της γειτονιάς: Ο χαρτονένιος πίνακας, κολλημένος πάνω στο ψυγείο, σε κατατόπιζε για όλες τις γεύσεις και όλους τους τύπους των παγωτών και στην ερώτηση του περιπτερά «ποιο παγωτό θέλεις», κρυφά μέσα σου απαντούσες «όλα!»

Η επόμενη σκέψη μου με προσγειώνει στην πραγματικότητα. Ευτυχώς.

Ωραίο το καλοκαίρι πριν από το… μιλένιουμ, όταν όλα, κατά γενική ομολογία, ήταν πιο αγνά και πιο κοντά στη φύση, και εμείς οι ίδιοι πιο χαλαροί και ξένοιαστοι, αλλά ακόμα καλύτερα τελικά είναι αυτά που έρχονται.

Και μπορεί πλέον ο ήλιος να μας… καίει πιο εύκολα αν δεν φορέσουμε αντηλιακό με 50δείκτη προστασίας, μπορεί πια τα παγωτά που τρώνε τα παιδιά μας να έχουν λίγο παραπάνω χρώμα και συντηρητικά και οι πλατείες να μην είναι πια τόσο «γεμάτες» με φωνές και παιχνίδια όπως παλιά, όμως είναι στο χέρι μας να «φτιάξουμε» τα καλοκαίρια μας, όπως θέλουμε, παρέα με αυτούς που αγαπάμε, σε μια χώρα που, ευτυχώς, τον ήλιο της τον έχει ακόμα δικό της και μας τον χαρίζει άπλετο καθημερινά.

Leave a Reply