ΤΡΑΜΠΑΛΑ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ

Αυτήν τη φορά η τραμπάλα γέρνει προς τη μια πλευρά μόνο.

_Ναι, αλλά αυτό δεν είναι τραμπάλα.

_ Είναι.

_Μα πώς;

_ Είναι αφιερωμένη στον πατέρα μου. Όσο ζούσε, πάντα ένιωθα ότι δεν μπορούσα να πάρω θέση. Βολόδερνα δεξιά-αριστερά απέναντί του. Σαν βάρκα που έχει πέσει σε καιρό και δεν μπορεί να δέσει. Δεν ήξερα αν έπρεπε να τον αγαπώ ή να του το κρύβω.

_Και τι έκανες;

_Λάθη. Αυτό έκανα. Του πήγαινα κόντρα. Τον εξόργιζα. Τον αρνιόμουν. Και τώρα που λείπει ενάμιση χρόνο μού λείπει τόσο. Πνίγομαι. Το βλέμμα του όταν με επιδοκίμαζε, η σιωπή του όταν με αποδοκίμαζε. Οι λιγοστές κουβέντες του και η κρυφή εμπιστοσύνη που μου έδειχνε. Κι εγώ η ανόητη την εισέπραττα σαν απόρριψη. Και τη σιωπή του σαν περιφρόνηση.

_ Τον εξιδανικεύεις επειδή δεν ζει. 

_Ας είναι. Κι έτσι όπως τα λες να είναι, μετανιώνω. Μετανιώνω που δεν του ανοίχτηκα, που δεν του αφιερώθηκα όσο ήθελε, που δεν τον σεβόμουν όσο έπρεπε.

_ Βαριά κουβέντα.

_ Μα ο πατέρας έχει ένα ειδικό βάρος. Κι εγώ αυτό δεν το αποδέχτηκα ποτέ. Το μόνο που ήξερα ήταν να επαναστατώ, να εξανίσταμαι, να αμφισβητώ τα πάντα του. Δεν τον άκουγα καν, και τον απέρριπτα. Δεν του επέτρεπα να μου πει τη γνώμη –ναι, δεν λέω μπορεί να το έκανε με λάθος τρόπο– και δεν του έδινα την ευκαιρία του να δοκιμαστεί. Τα λάθη μάς δένουν με τους άλλους. Τα λάθη ισορροπούν. Όχι, εγώ, εκεί. Πριν καν πέσει σε λάθος, τον απαρνιόμουν. Και τώρα παίρνω τηλέφωνο τη μαμά μου και τη ρωτάω «τι κάνετε;» «Ποιοι τι κάνουν, παιδί μου;» Ναι, μάνα, συγγνώμη, ακόμα δεν το έχω συνηθίσει, μα πώς συνηθίζεται η απώλεια; Δηλαδή τι; Πώς πάει; Είχα κάποτε έναν πατέρα; Ή μήπως Έχω ακόμα πατέρα;

_Έχεις.

_Έχω; Και τότε πού είναι να τρέξω στην αγκαλιά του και να του πω: Συγγνώμη, ρε πατέρα, συγγνώμη για όλα. Όχι για σένα, καλέ μου πατέρα, αλλά για μένα. Εμένα πρέπει να συγχωρήσω που δεν σου έδωσα όσα σου άξιζαν. Όχι για τυπικούς λόγους. Όχι. Γιατί να, ρε πατέρα, σε σένα οφείλω αυτό που είμαι. Αυτό το τίποτα που είμαι, σε σένα το χρωστάω. Ό,τι με συνθέτει σε άνθρωπο ακέραιο και υπεύθυνο, ανεξάρτητο και αδύναμο, σε σένα το οφείλω. Εσύ με έκανες αυτό που είμαι. Εσύ, με αυτά που έλεγες και δεν έλεγες. Εσύ, με τα βιβλία σου που τα αγόραζες από το Παρίσι, από τους λατρεμένους σου συγγραφείς, Λοτί, Σατομπριάν, Καμί και τα τοποθετούσες με ευλάβεια σε εκείνη την πανέμορφη πράσινη βιβλιοθήκη στο χωριό. Εσύ, που τότε που σε είχα δάσκαλο στο δημοτικό μού έβαζες επίτηδες χαμηλότερο βαθμό για να μη νομίζουν οι συμμαθητές μου ότι μεροληπτείς. Μην ανησυχείς, δεν στενοχωριόμουν. Με έμαθες έτσι να δίνω στους βαθμούς την ελάχιστη αξία που τους πρέπει. Εσύ, που με έμαθες να βασίζομαι μόνο στα δικά μου πόδια, στα δεκανίκια κανενός. Σήκω όσο μπορείς, αλλά σήκω μόνη σου. Εσύ που με έμαθες καλλιγραφία, όχι για να κάνω εντύπωση, αλλά για να αποκτήσω πειθαρχία, όχι παντού, αλλά εκεί που υπάρχει ανάγκη να είναι κάποιος πειθαρχημένος. Εσύ, ρε πατέρα, που με έστελνες να σου φέρω νερό από τη βρύση στο ρέμα, εκεί στο χωριό, γιατί, ναι, έπρεπε να μάθω να υπακούω. Να υπακούω για να μπορώ να ακούω και να σέβομαι τους άλλους. Εσύ, που μου μίλαγες για τους αντάρτες, και μου δίδαξες πως αν αξίζει για κάτι να πεθάνεις αυτό είναι οι αρχές σου. Εσύ, που τα παραμύθια που έλεγες στο σπίτι ήταν οι μύθοι της Αρχαίας Ελλάδας, η Θεογονία του Ησίοδου και η Κύρου Ανάβασις. Εσύ, που με έμαθες να σέβομαι τους γέροντες γιατί η νεότητα είναι απλώς προσωρινή. Εσύ που με δίδαξες να προσκυνώ τη μεγάλη μας μητέρα: τη Γη, τη φύση. Εσύ, που μου δίδαξες την αγάπη, μιλώντας ελάχιστα για αυτήν.

_ Μήπως για αυτό δεν τον πλησίασες αρκετά;

_Μήπως γιατί για όλα ψάχνουμε δικαιολογίες; Όχι. Οφείλω έστω τώρα, έστω εδώ μέσα στο σκοτάδι της θλίψης μου να σηκώσω ανάστημα στις υπεκφυγές και τα προσχήματά μου. Ναι, δεν ήταν ο πιο εύκολος άνθρωπος στον κόσμο, αλλά ποιος είναι; Ναι, ήταν αυστηρός, σκληρός, εσωστρεφής και κυκλοθυμικός. Αλλά πώς πρέπει να είναι δηλαδή ένας πατέρας; Μαλθακός και να σε πλησιάζει σαν φίλος; Ναι, δεν ήξερε να μου δείχνει την αγάπη του όπως τη δείχνουν οι αμερικανικές ταινίες, αλλά μου έδωσε ό,τι μπορούσε. Και να, αυτό είναι που θα με κυνηγάει για όλη μου τη ζωή, νομίζω. Τα λόγια του λίγες μέρες προτού πεθάνει: «Δεν κατάφερα να σας προσφέρω τίποτα».

_…

_ Ακριβώς. Αυτό είπε. Και ίσως, λέω ίσως, τόλμησα για πρώτη φορά να αρθρώσω: «Εσύ μου πρόσφερες ό,τι έχω, πατέρα, μη λες τέτοια λόγια». Και μετά σιωπή.

_Να ένα μάθημα λοιπόν;

_Ναι, το σπουδαιότερο όλων: Δείξε την αγάπη σου ακόμα και εκεί που ίσως νιώθεις ότι δεν παίρνεις αρκετή. Μίλα, πες τα τώρα που τα νιώθεις. Μην αφήνεις τίποτα για μετά. Όχι για να μην το μετανιώσεις, αλλά για να χαρείς. Για να πάρεις και να δώσεις. Και αυτό κάν’ το, με ακόμα μεγαλύτερη θέρμη, με ακόμα μεγαλύτερο θάρρος, με ακόμα περισσότερο πάθος όταν ο άνθρωπος που θέλεις να πεις «Σ’ αγαπώ κι ας μη σ’ το λέω» είναι η μάνα σου ή ο πατέρας σου.

_Πολλοί θα το αρνηθούν αυτό.

_Ας το αρνηθούν. Για αυτό γράφω την Τραμπάλα. Γιατί τίποτα δεν έχει μια πλευρά. Ίσως μόνο η αγάπη.

Leave a Reply