ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ

«Μακάρι να πονούσα εγώ αντί για σένα». Πόσες, μα πόσες φορές δεν έχω ακούσει αυτήν την τόση δα φρασούλα από τα χείλη της μάνας μου! Κι αυτή να τη λέει και να λιώνει, με ύφος σαν να προσεύχεται να της συμβεί κάτι καλό. Μου φαίνεται αδιανόητο να θέλει κάποιος άλλος, ακόμα κι αν είναι η ίδια μου η μάνα, να φορτωθεί τις φριχτές ημικρανίες μου, τις γαστρεντερίτιδες, τους πυρετούς, τα πεσίματα και τους μώλωπες. Κάποτε σκεφτόμουν ότι ίσως και να με «δουλεύει». Αλλά στην πραγματικότητα αυτό που κυρίως μου κάνει είναι ότι μου προκαλεί άγχος. Με κυριεύει τρόμος για το αν θα μπορέσω εγώ ποτέ να νιώσω αυτό το άνευ όρων συναίσθημα της μάνας –της δικής μου μάνας–, το μόνο που δεν στηρίζεται σε όρους ανταλλαγής, σε άτυπο συμβόλαιο ισότιμης παροχής αγάπης, σε ένα δούναι και λαβείν συναισθημάτων, αγκαλιάς, κατανόησης, εξομολόγησης. Η μόνη σχέση που, ακόμα και όταν είναι μονόπαντη, δεν έχει καμία σημασία η ζυγαριά να γέρνει.
Θα μπορέσω και εγώ κάποτε να αγαπήσω έτσι τα παιδιά μου; Να παρακαλάω να φορτωθώ τους πόνους τους για να μην υποφέρουν; Ακούγεται εξωπραγματικό. Να παραμερίσω τον εαυτουλισμό μου – που, εντάξει, όσα μειονεκτήματα και να έχει, έχει άλλα τόσα πλεονεκτήματα. Να θυσιάσω όλα τα φετίχ μου – για παράδειγμα, ένα ωραίο φουλάρι που βλέπω σε μια βιτρίνα, για να πάρω το εκατοστό μπλουζάκι που θέλει σώνει και καλά το παιδί μου; Ακούγεται άδικο, όταν είσαι έξω απ’ τον χορό. Να είμαι κρεμασμένη από ένα τηλέφωνο και να περιμένω να ακούσω τη φωνή του αν βρει λίγο χρόνο να με πάρει από τις διακοπές του. Να μένω νηστική για να φάει αυτό και το δικό μου πιάτο. Να το κάνω να αισθάνεται αυτάρκης μόνο και μόνο επειδή… υπάρχω. Γιατί εγώ έτσι νιώθω. Έχω τη μάνα μου, άρα τα έχω όλα. Είναι εκεί, σε 24ωρη υπηρεσία, διαθέσιμη, δίπλα μου,και κυρίως μέσα μου.
Είναι πάντα ο άσος που βγάζω από τα μανίκι στα δύσκολα. Η φίλη μου, η ψυχολόγος μου, η ασπίδα μου, το απάγκιο. Και μετά προβληματίζομαι για το πώς θα με βλέπει η κόρη μου, αν κάνω. Θα μοιράζεται μαζί μου τις πιο μύχιες σκέψεις, όπως κάνω εγώ με τη μαμά μου, ή θα με ξεπετάει με τα βασικά «όλα καλά στο σχολείο», «ναι, έχω μια σχέση, αλλά δεν σε αφορά», «τι να σου λέω τώρα, πού να καταλάβεις», κ.λπ. Θα είμαι η μητέρα της; Ή θα είμαι η μάνα της; Γιατί υπάρχει τεράστια απόσταση σχέσης και ουσίας από το ένα στο άλλο. Άλλο μητέρα, άλλο μαμά, κι άλλο μάνα. Το τελευταίο είναι και η ύψιστη προσφώνηση. Και μένα η μάνα μου είναι Ζωή. Τόσο στο βαφτιστικό όνομα όσο και στην ουσία. Και εγώ, το παιδί της, ένα βαμπίρ που της ρουφάει όλη την ύπαρξη. Και όσο εγώ ρουφάω τόσο πιο πλήρης αισθάνεται εκείνη.
Χαζεύω καμιά φορά άλλες μητέρες με τα παιδιά τους. Και αναρωτιέμαι αν είναι και αυτά τόσο ευλογημένα ώστε να έχουν μια μάνα που να τους λέει «μακάρι να πονούσα εγώ αντί για σένα» και να το εννοεί με κάθε εκατοστό της σάρκας της, με όλο το μεδούλι της ύπαρξής της. Δεν το πιστεύω. Συγγνώμη, αλλά δεν θεωρώ ότι όλες οι μάνες είναι ίδιες. Υπάρχουν πολλές που αφήνουν το συναίσθημα στον αυτόματο πιλότο. Που δεν προσπαθούν. Δεν υπάρχει εγχειρίδιο γονέα. Υπάρχει, όμως, μια διαρκής εκπαίδευση που δεν σταματά ποτέ. Και ο εκπαιδευτής είναι μάλλον το παιδί και όχι το αντίστροφο. Αυτό σε κάνει να ανακαλύψεις τι έχεις μέσα σου, έξω σου, και γύρω σου. Αυτό δοκιμάζει την ικανότητα προσαρμοστικότητας σε κάθε κατάσταση. Η μητρότητα είναι ένα τεράστιο ταλέντο. Άλλες το έχουν κι άλλες όχι.
Και μένα η δική μου έχει σηκώσει ψηλά τον πήχη στη σχέση που ονειρεύομαι με το δικό μου παιδί. Το πρότυπό της, σαν πλατωνικό αρχέτυπο. Μια ιδέα που δεν μπορείς να φτάσεις. Α, ρε μάνα, μου έχεις βάλει δύσκολα.

Leave a Reply