ΕΝΑ ΠΕΝΤΑΧΡΟΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΓΡΑΦΕΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΣΦΥΓΟΠΟΥΛΑ

Το έκανα από πάντα. Να κλείνω απότομα τις σελίδες-κλισέ παραμυθιών και να πλάθω παρέα με τα παιδιά μου ιστορίες που όλα τα χώραγαν μέσα τους: και αγάπη, και πόνο, και φόβο, και οργή, και έρωτες, και ανθρώπους καθημερινούς, και ήρωες μυθικούς.

Δική τους η αρχή, δική τους η πλοκή, δικό τους πάντα και το ευτυχισμένο φινάλε, αποκλειστικό προνόμιο των παιδιών. Το τελευταίο διάστημα ωστόσο τα παραμύθια «μίκρυναν» κάτω από τον όγκο ενός ανελέητου τρεξίματος και η φαντασία συρρικνώθηκε από την εικόνα της ζωής «των άλλων». Αυτών που ζουν σε λιμάνια, νησιά και σύνορα, εκείνων που «μπαίνουν» καθημερινά στα σπίτια και στα σχολεία μας, των «ξένων» που κάνουν τις συνειδήσεις των μικρών παιδιών πιο ώριμες από τις δικές μας.

Ήταν ένα βράδυ, όπως όλα τα άλλα, όταν η πεντάχρονη κόρη μου γύρισε και μου είπε: «Μαμά, τώρα που μου ’χεις πει τόσα πράγματα για τα παιδάκια που είναι πρόσφυγες, και που στο σχολείο μας έχουν πει, θέλω να σου πω ένα παραμύθι. Το σκέφτηκα μόνη μου…» Όσο περίεργο κι αν φανεί, το παρακάτω παραμύθι ανήκει στην Ήρα μου. Σ’ ένα πεντάχρονο παιδί που οι μοίρες το προίκισαν με το πιο ακριβό χάρισμα: εκείνο της αγάπης…

«Μια φορά κι έναν καιρό, στην άκρη μιας πόλης λουσμένης από ήλιο, χαμόγελα και φως ζούσαν μία γυναίκα κι ένας άνδρας. Τη γυναίκα την έλεγαν Ρομίνα και τον άνδρα Δημήτρη. Οι δυο τους έμεναν σ’ ένα όμορφο σπίτι στην άκρη της θάλασσας και είχαν για καλύτερο φίλο έναν πελαργό που τον έλεγαν Λελέκη. Κάθε πρωί, ο Λελέκης τούς έφερνε γάλα, μπισκότα και ψωμί ενώ τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού κουβαλούσε για εκείνους στο μακρύ του ράμφος μια σακούλα γεμάτη ψάρια, χταπόδια και κοραλλένιους αστερίες. Κι όταν νύχτωνε, κάθονταν στην άμμο και ο Λελέκης τούς ταξίδευε με τις ιστορίες του σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Γιατί ο Λελέκης, πάνω απ’ όλα, πετούσε σε χώρες μακρινές που μόνο με τη φαντασία μπορείς να περπατήσεις.

Τα χρόνια περνούσαν με τις ιστορίες του Λελέκη και με σκληρή δουλειά. Ο Δημήτρης και η Ρομίνα δούλευαν χωρίς σταματημό μ’ έναν και μοναδικό σκοπό: να χτίσουν κάποτε ένα ολόχρυσο βασίλειο για το κοριτσάκι που πάντα ήθελαν να αποκτήσουν. Δούλευαν μέρα και νύχτα χωρίς ποτέ να ξεκουράζονται, και μία φθινοπωρινή βραδιά, όταν έβαλαν και το τελευταίο λιθαράκι στο ολόχρυσο βασίλειό τους, γεννήθηκε ένα μωρό τόσο όμορφο όσο ο ήλιος, η θάλασσα και τα αστέρια μαζί. Ένα κοριτσάκι με μαλλιά-δαχτυλίδια και μάτια νεράιδας. Ο Δημήτρης και η Ρομίνα της έδωσαν το όνομα Ήρα, της θεάς που κυβερνούσε κάποτε τη γη και τον αέρα, ενώ ο Λελέκης τη βούτηξε σε μία ολόχρυση κολυμπήθρα με θαλασσινό νερό και αληθινά χρυσόψαρα.

Τις περισσότερες ώρες της ημέρας η Ήρα τις περνούσε με τον νονό Λελέκη. Η μαμά Ρομίνα και ο μπαμπάς Δημήτρης δούλευαν, βλέπετε, πολύ επειδή ήθελαν η Ήρα να έχει τα πιο καλά και τα πιο ακριβά πράγματα στον κόσμο. Έτσι, κάθε βράδυ, όταν γυρνούσαν από τη δουλειά, άφηναν στα μικροσκοπικά χεράκια της και ακριβά ρούχα, και γυαλιστερά παπούτσια, και κούκλες με μεταξωτά μαλλιά, και κάστρα γεμάτα κήπους με λουλούδια, και νεράιδες, και πύργους ολάκερους με μικροσκοπικά δωματιάκια και μεγάλους κρυστάλλινους διαδρόμους. Η Ήρα ωστόσο δεν έδινε καμία σημασία σε όλα αυτά. Ούτε χαιρόταν, ούτε φορούσε τα καλά ρούχα, ούτε άγγιζε τα γυαλιστερά παπούτσια, ούτε και έπαιζε με τα χιλιάδες παιχνίδια. Το μόνο που ήθελε ήταν να κάθεται με τον νονό Λελέκη στην ακροθαλασσιά και να τον ακούει να της διηγείται ιστορίες από μέρη μακρινά.

Ένα βράδυ, σε μία από αυτές τις ιστορίες του, ο Λελέκης της μίλησε για ένα κοριτσάκι που έμενε σε μια άλλη χώρα, ούτε πολύ κοντά, ούτε πολύ μακριά από τη δική της. Ένα κοριτσάκι που είχε τη δική της ηλικία, πέντε χρονών ήταν κι αυτό, και το έλεγαν Μαλίκα. Στη χώρα όπου ζούσε η Μαλίκα είχε, λέει, πόλεμο. Κι αφού είχε πόλεμο η Μαλίκα δεν είχε ούτε φαγητό, ούτε ρούχα, ούτε παπούτσια, ούτε παιχνίδια, ούτε χαρά. Ήταν μόνη. Και φοβισμένη.

Εκείνο, το ίδιο βράδυ, όταν η μαμά Ρομίνα και ο μπαμπάς Δημήτρης γύρισαν στο σπίτι από τη δουλειά, ένιωσαν να τους κόβεται η ανάσα. Η Ήρα είχε εξαφανιστεί. Το ίδιο και ο Λελέκης. Έψαξαν παντού. Σε όλους τους δρόμους, σε όλες τις παραλίες, σε όλα τα δάση, σε όλες τις πόλεις και σε όλα τα χωριά. Η Ήρα και ο Λελέκης ήταν άφαντοι. Η μαμά Ρομίνα και ο μπαμπάς Δημήτρης έπεσαν σε βαθιά κατάθλιψη. Όλα πια ήταν τόσο μάταια στο χρυσό βασίλειό τους. Οι ολόχρυσες κούνιες, τα ακριβά ρούχα και τα πολύτιμα παιχνίδια δεν είχαν πια καμιά απολύτως αξία…

Δύο μέρες αργότερα, γύρω στις οκτώ το πρωί, η μαμά Ρομίνα ξεχώρισε στον ορίζοντα ένα μεγάλο άσπρο πουλί με δυο μικρά κορμάκια να ταξιδεύουν επάνω του σφιχταγκαλιασμένα. Ναι! Ήταν ο Λελέκης! Και το κοριτσάκι που αγκάλιαζε τόσο σφιχτά τον λαιμό του ήταν η Ήρα. Και ακριβώς πίσω της… Ποια ήταν αυτή που καθόταν ακριβώς πίσω της και την κρατούσε τόσο σφιχτά όσο ποτέ δεν γίνεται;

Λίγα λεπτά αργότερα, οι τρεις τους προσγειώθηκαν στο όμορφο σπίτι στην άκρη της θάλασσας. Η μαμά Ρομίνα και ο μπαμπάς Δημήτρης έκλεισαν στην αγκαλιά τους την Ήρα, κι αφού μάλωσαν τον Λελέκη, αναρωτήθηκαν ποιο ήταν αυτό το μελαψό κοριτσάκι που στεκόταν μόνο του στην ακροθαλασσιά. «Αυτή είναι η φίλη μου η Μαλίκα», τους είπε η Ήρα, αφήνοντάς τους άφωνους. «Η Μαλίκα είναι σαν κι εμένα. Μόλις πέντε χρονών. Δεν έχει όμως γονείς, ούτε σπίτι, ούτε ρούχα, ούτε παπούτσια, ούτε φαγητό. Η Μαλίκα έχει μόνο πόλεμο. Και δεν μπορούσε να ταξιδέψει μέχρι εδώ, γιατί δεν ξέρει κολύμπι, και κινδύνευε να πνιγεί. Έτσι, πεταχτήκαμε με τον νονό Λελέκη μέχρι τη χώρα της για να τη σώσουμε. Η Μαλίκα θα μένει πλέον μαζί μας. Μπορώ να της δώσω και τα ρούχα μου, και τα παιχνίδια μου, και το φαγητό μου. Τι να τα κάνω εγώ τόσα πράγματα; Πώς θέλετε να είμαι ευτυχισμένη όταν εγώ έχω τα πάντα και άλλα παιδάκια το τίποτα; Η Μαλίκα είναι πλέον οικογένειά μας».

Ο μπαμπάς Δημήτρης σήκωσε περήφανος στην αγκαλιά του τη μικρή του Ήρα, η μαμά Ρομίνα έδειξε στο κοριτσάκι το καινούργιο του σπίτι, ο νονός Λελέκης άνοιξε το τεράστιο ράμφος του περήφανος για την καλόκαρδη βαφτιστήρα του και η μικρή Μαλίκα χαμογέλασε έτσι όπως πρέπει να χαμογελούν τα παιδιά όλου του κόσμου…»

Ήρα Στριμμένου, πεντέμισι ετών

Leave a Reply