24 ΩΡΕΣ ΜΠΑΜΠΑΣ. ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ

μπαμπάς

Ο Θοδωρής Τσεκούρας, Creative Director στην OgilvyOne, μπαμπάς δύο αγοριών, εξήμισι και τριών ετών αντίστοιχα, περιγράφει την καθημερινότητά του.

6.00 Σιωπή

– Μπαμπά;

– Μμμ;

– Μπαμπά, φοβάμαι.

– (Κοιτάζω το ρολόι) Είναι 6 το πρωί! Κοιμήσου.

– Φοβάμαι το σκοτάδι.

Τα παιδιά μου δεν κοιμούνται. Θεωρούν τον ύπνο κάτι σαν ντροπή. Αν τους το προτείνεις, προσβάλλονται. Έτσι, η μέρα μας ξεκινάει πολύ νωρίς. Βέβαια, τα Σαββατοκύριακα, κατ’ εξαίρεση, ξυπνάμε νωρίτερα.

6.45 Το ξυπνητήρι με βρίσκει πάντα ξύπνιο.

Σηκωνόμαστε με τον μεγάλο μου γιο και πάμε για φαγητό. Έχουμε σχεδόν μία ώρα μέχρι να φύγουμε από το σπίτι οπότε οι ρυθμοί μας είναι λίγο αργοί. Η γυναίκα μου σηκώνεται για να ετοιμάσει το φαγητό που θα πάρουμε μαζί μας και συνήθως, μετά από λίγο, ξυπνάει και το μωρό. Το μωρό δεν είναι πια μωρό. Είναι σχεδόν τριών, αλλά είναι το μωρό μας. Είναι μια νέα έκδοση του μεγάλου γιου μας. Βελτιωμένη. Δεν κοιμάται ποτέ. Θηλάζει ακόμα και ξυπνάει κάθε 2 ώρες. Σαν νεογέννητο. Νομίζω το κάνει για να κρύβει την ηλικία του. Δεν τους καταλαβαίνω αυτούς τους post-millenials.

7.40 Φεύγουμε

Ή έστω προσπαθούμε να φύγουμε. Βέβαια, οφείλω να παραδεχτώ ότι φεύγουμε πολύ ήρεμα από το σπίτι και ποτέ δεν αργούμε να φτάσουμε στο σχολείο. Ο μικρός και η μαμά, μας χαιρετούν. Είμαστε σαν διαφήμιση στο fast forward. Καμιά φορά ο μικρός κλαίει. Ειδικά μετά από τριήμερα και διακοπές το ότι χωρίζουμε του έρχεται ξαφνικό.

7.41 Μπαμπά, πες μου μια ιστορία

Η διαδρομή μας προς το σχολείο κρατάει 20 λεπτά και είναι η πιο όμορφη στιγμή της ημέρας. Μιλάμε ασταμάτητα. Με ρωτάει. Του απαντάω. Του λέω τι συνέβη στο βιβλίο που διάβασα την προηγούμενη μέρα. Μιλάμε για πολιτική, φιλοσοφία και θεολογία. Μου κάνει τις πιο περίεργες ερωτήσεις και συνήθως, όταν βαρεθεί λέει δυνατά ΕΝΤΑΞΕΙ! Και αλλάζει θέμα. Μου λέει ότι έχει 86 τάπες. Του λέω υπερβολικά, χονδροειδή αστεία με απρόσμενες καταστροφές και ξεκαρδίζεται. Όταν γίνει 8 ξεκινάει η εκπομπή του Γιάννη Νένε και της Βαρβάρας Σαββίδη στον Pepper. Ακούει το Good Morning και λέει “Αργήσαμε”. Πάντα πιστεύει ότι αργήσαμε. Προσπαθώ να τον πείσω να μην ανησυχεί, να με αφήσει εμένα να ανησυχώ κι εκείνος να ευχαριστιέται που είναι επιβάτης. Πόσο μου λείπει να είμαι επιβάτης. Μαζί με τα παιδιά μου ξαναζώ τις στιγμές που ήμουν στην ηλικία τους. Δεν μου λείπει η δεκαετία του ’70. Σήμερα είμαστε πολύ ευαίσθητοι με τα παιδιά. Τα νιώθουμε. Δεν θέλουμε να πονάνε, να φοβούνται ή να στεναχωριούνται. Όταν ήμουν μικρός, οι μεγάλοι με “σάδιζαν”. Μου έλεγαν αστεία που δεν καταλάβαινα. Με κορόιδευαν. Με έκαναν να τρομάζω. Μου μίλαγαν ανεύθυνα. Δεν μιλάμε έτσι πια στα παιδιά μας. Δεν τους λέμε βλακείες. Ακόμα κι εγώ που λέω βλακείες συνέχεια. Όταν κάνω πλάκα, τους καθιστώ σαφές ότι είναι αστείο. Τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν όταν κάνεις πλάκα. Τα παίρνουν όλα κυριολεκτικά. Πρέπει να το λαμβάνουμε υπόψιν μας αυτό. Τουλάχιστον εγώ έτσι κάνω. Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι, οι περισσότεροι γονείς που βλέπω σε αυτοκίνητα στο δρόμο δεν φοράνε καν ζώνες στα παιδιά τους. Οπότε το να μην τους κάνουν χοντρές, ανόητες πλάκες είναι προφανώς στον πάτο των προτεραιοτήτων τους.

8.05 Ένα φιλί στο μάγουλο

Φτάνουμε στο σχολείο και μου λείπει ήδη. Πόσο μου λείπουν τα παιδιά μου. Όταν κοιμούνται. Όταν είμαι στη δουλειά, όταν είναι με τη γιαγιά τους. Μου λείπουν. Μέσα στη μέρα, μετά τις 8 παύω να είμαι πατέρας και είμαι ένας άνθρωπος μισός. Από τότε που γίναμε οικογένεια, αρχικά τρεις και τώρα τέσσερις έχω γίνει μέρος ενός συμβιωτικού οργανισμού που αποτελείται από τέσσερα κομμάτια. Δεν είμαι πια το άτομο που ήμουν πριν. Αυτό είναι πολύ δύσκολο να το αποδεχτούν κάποιοι. Όμως αν εξαφανίσεις το εγώ σου γίνεσαι καλύτερος γονιός. Ο πατέρας μου για παράδειγμα δεν μου έδωσε ποτέ την αίσθηση ότι σκεφτόταν κάποιον άλλο πέρα από τον εαυτό του. Ίσως είναι άδικο αυτό που λέω, πάντως είχα διαρκώς την αίσθηση ότι το σπίτι ήταν δικό του κι εμείς τύχαινε να υπάρχουμε μαζί. Όταν κοιμόταν γινόμασταν έπιπλα. Ο σκοπός της ζωής μου ήταν να μην τον ενοχλήσω, να μην τον φέρω σε δύσκολη θέση μπροστά στους φίλους του. Γενικά τα παιδιά της δεκαετίας του ’70 αντιμετωπίζονταν σαν πηγή προβλημάτων. Για εμάς, τα παιδιά μας είναι πηγή ευτυχίας. Συμπυκνωμένη ευτυχία που μερικές φορές δυσκολεύομαι να μεταβολίσω. Αποθηκεύω στη μνήμη μου στιγμές για να τις απολαύσω σαν ανάμνηση στο μέλλον με την ησυχία μου σαν μηρυκαστικό. Με φιλάει στο μάγουλο και τρέχει να μπει στην τάξη του.

8.00 Το βράδυ

Τον ξαναβλέπω 12 ώρες μετά. Ξεκλειδώνω την πόρτα και πρώτος τρέχει ο μικρός φωνάζοντας “Μπαμπααά” και τον αγκαλιάζω. Τον σηκώνω ψηλά και τον φιλώ. Θα μπορούσα να ζω δίπλα στα μάγουλά του. Αν ήμουν άγριο ζώο και έκαναν ένα ντοκιμαντέρ για εμένα, ο εκφωνητής θα έλεγε “Το φυσικό του περιβάλλον είναι δίπλα στα μάγουλα του μικρού του γιου.” Αν έχουν κάνει μπάνιο τρώμε, πλένουμε δόντια και κοιμίζω τον μεγάλο. Αν δεν έχουν κάνει μπάνιο, κάνουμε μια τελετουργία που ονομάζεται “ο χορός των τσιτσιδονιών”. Μόλις γδυθεί ο μεγάλος για το βραδινό του μπάνιο και πριν μπει στο ντους παίρνω την κιθάρα και τους κυνηγάω και τους δύο γύρω γύρω μέσα στο σπίτι τραγουδώντας το “Zombie” των Cranberries.

– Μπαμπά, δεν το λες σωστά. Λέει: “Τσιοέέ, τσιοέέέέ, ζάάμπεν ζάάμπεν, ζααμπέέν έέν.” με διορθώνει ο μικρός.

9.00 (διαβάζουμε εννοώ) Κοιμόμαστε

Πριν κοιμηθεί ο μεγάλος, ξαπλώνω δίπλα του και διαβάζουμε. Με τον μεγάλο, διαβάζαμε μαζί τα πιο παράδοξα πράγματα από τότε που ήταν πολύ μωρό. Ήταν πιο μικρός από τριών ετών όταν είχαμε διαβάσει όλα τα Τεντέν. Στην παραλία διαβάζουμε το “Fortean Times”. Ανυπομονώ να μπορεί να διαβάζει μόνος του Ιούλιο Βερν και Δουμά. Η μητέρα του ανοίγει την πόρτα και μας λέει “Είναι αργά. Τέρμα το βιβλίο.” “Κοιμόμαστε, τώρα!” της λέω. Ψέματα.

10.00 με 11.00 Ζουπιόμαστε

Ο μικρός κοιμάται αργά. Από τη στιγμή που κοιμίζω τον μεγάλο, έχουμε περίπου μιάμιση ώρα όπου παίζουμε με τον μικρό. Ζουπιόμαστε, γαργαλιόμαστε, παίζουμε με ένα μικρό ζωολογικό κήπο από ανύπαρκτα ζωάκια, φτιάχνουμε φανταστικά φαγητά που τρώμε αχόρταγα σε παντομίμα, πετάμε ο ένας στον άλλο για ώρα μια αόρατη μπάλα και όποτε δεν μπορώ να κρατηθώ και τον φιλάω, ζητάει βοήθεια από τον Πίπη, τον υπερήρωα/σκουληκάκι που έρχεται πάντα να τον σώσει και μου επιτίθεται χτυπώντας με στη μύτη προς υπεράσπισή του. Ο Πίπης, ξέχασα να αναφέρω, είναι ένα δάχτυλό μου.

Λίγη ώρα μετά, κοιμάται στην αγκαλιά της μητέρας του με τα μάγουλά του φουσκωτά, παραδομένος στον ύπνο που τόσο απεχθάνεται.

μπαμπάς

Η ζωή με τα παιδιά δεν είναι εύκολη. Κάθε μέρα δίνω συγχαρητήρια στη γυναίκα μου για το πώς καταφέρνει να είναι πάντα τόσο ψύχραιμη, τόσο ισορροπημένη και τόσο οργανωμένη με δύο παιδιά που συχνά η συμπεριφορά τους θα μπορούσε να θεωρηθεί υπαίθρια διαφήμιση προφυλακτικών. Ωστόσο εκείνη καταφέρνει πάντα να προβλέψει την κάθε τους ανάγκη και να την καλύψει πριν καλά καλά τη σκεφτούν οι ίδιοι. Την ευγνωμονώ όσο αναπνέω. Ωστόσο άλλο ήθελα να πω.

Η ζωή με τα παιδιά δεν είναι εύκολη. Το κράτος είναι εχθρικό απέναντι στους γονείς. Η δημόσια εκπαίδευση αποσυντίθεται συστηματικά. Η περίθαλψη το ίδιο. Ο κόσμος μεταμορφώνεται σε κάτι αλλοπρόσαλλο και αναρωτιέσαι αν έκανες λάθος που έφερες δύο παιδιά σε αυτή τη Γη. Ανησυχείς, μήπως θα έπρεπε να μεταναστεύσεις, αν τα παιδιά είναι ο λόγος που ακόμα δεν το έκανες, ή αν τα παιδιά είναι ο λόγος για τον οποίο θα έπρεπε να το κάνεις. Η κρίση στην Ελλάδα δεν έχει πάτο, καθώς κανείς δεν έχει μπει στον κόπο να διορθώσει το παραμικρό. Και μέσα σε όλη αυτή την αγωνία, μέσα στις φωνές, την αβεβαιότητα και το φόβο, όταν είμαι με τα παιδιά μου όλα σωπαίνουν. Ακόμα κι αν αυτά τσιρίζουν. Όλα γύρω μου σωπαίνουν. Και σκέφτομαι ότι είμαι εγώ, στο μέλλον, γέρος, λίγο πριν πεθάνω, και έχω κάνει μια ευχή και επειδή ήμουν τυχερός, ή πολύ καλός, ή επειδή ο Θεός τρολάρει τους άθεους πριν πεθάνουν, η ευχή μου αυτή έγινε πραγματικότητα. Και η ευχή μου ήταν να είμαι ξανά μαζί με τα παιδιά μου, στην πιο όμορφή τους ηλικία. Και ο μεγάλος είναι εξήμισι και ο μικρός δυόμισι και παίζουμε, και μαλώνουμε, και γελάμε και κλαίμε και ό,τι κι αν κάνουμε, και τα πιο βαρετά, και τα πιο επίπονα, και τα πιο δύσκολα είναι υπέροχα. Γιατί εγώ ζω την ευχή μου. Γιατί η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής μου είναι αυτή που ζω. Σήμερα.

2.00 Σκοτάδι

– Μπαμπά; Φοβάμαι.

μπαμπάς

Υ.Γ. Άργησα να γράψω αυτές τις λέξεις, γιατί προτίμησα να παίζω με τα παιδιά. Θα ήταν ειρωνεία να γράφω ένα κείμενο που λέει πόσο αγαπώ τα παιδιά μου και να μην είμαι μαζί τους επειδή γράφω το κείμενο.

Leave a Reply